Φιλοσοφία της επιστήμης – Μια πολύ σύντομη εισαγωγή
Του Σ. Οκάσα
Το παράθεμα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Philosophy of Science, A Very Short Introduction (Φιλοσοφία της επιστήμης, Μια πολύ σύντομη εισαγωγή), εκδόσεις Oxford University Press, 2002, σσ. 12-17.
Η φιλοσοφία της επιστήμης
Το βασικό έργο της φιλοσοφίας της επιστήμης είναι να αναλύει τις μεθόδους διερεύνησης που χρησιμοποιούνται στις διάφορες επιστήμες. Ίσως να αναρωτιέστε γιατί αυτό το έργο να ανήκει στους φιλοσόφους αντί για τους ίδιους τους επιστήμονες. Η ερώτηση είναι πολύ καλή. Μέρος της απάντησης είναι ότι η εξέταση της επιστήμης από την προοπτική της φιλοσοφίας μας δίνει τη δυνατότητα για βαθύτερες διερευνήσεις – είμαστε σε θέση να ανασύρουμε υποθέσεις τις οποίες ενώ η επιστημονική εργασία υπονοεί, οι επιστήμονες αποφεύγουν να συζητήσουν κατηγορηματικά. Ως παράδειγμα, ας εξετάσουμε τον επιστημονικό πειραματισμό. Ας υποθέσουμε ότι ένας επιστήμονας διεξάγει ένα πείραμα και λαμβάνει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Επαναλαμβάνει το πείραμα μερικές φορές και λαμβάνει τα ίδια αποτελέσματα. Μετά από αυτό πιθανότατα θα σταματήσει, σίγουρος ότι εάν συνέχιζε να επαναλαμβάνει το πείραμα, με ακριβώς τις ίδιες συνθήκες, θα συνέχιζε να λαμβάνει τα ίδια αποτελέσματα. Η υπόθεση που διατυπώσαμε μπορεί να είναι προφανής, αλλά εμείς ως φιλόσοφοι θέλουμε να την αμφισβητήσουμε. Γιατί να υποθέσουμε ότι οι μελλοντικές επαναλήψεις του πειράματος θα δώσουν τα ίδια αποτελέσματα; Πώς γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι αλήθεια; Δεν είναι πολύ πιθανό ο επιστήμονας να δαπανήσει και πολύ χρόνο εξετάζοντας αυτές τις κάπως περίεργες ερωτήσεις. Μάλλον έχει καλύτερα πράγματα να κάνει. Πρόκειται για την πεμπτουσία των φιλοσοφικών ερωτημάτων, τα οποία θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Έτσι λοιπόν, έργο της φιλοσοφίας της επιστήμης είναι να αμφισβητήσει υποθέσεις που οι επιστήμονες θεωρούν δεδομένες. Θα ήταν όμως σφάλμα να υπαινιχθούμε ότι οι επιστήμονες δεν εξετάζουν ποτέ από μόνοι τους τα φιλοσοφικά ζητήματα. Πράγματι, από ιστορική σκοπιά, πολλοί επιστήμονες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφίας της επιστήμης. Ο Ντεκάρτ, ο Νεύτων και ο Αϊνστάιν είναι εξέχοντα παραδείγματα. Ο καθένας του είχε αναπτύξει βαθύ ενδιαφέρον σε φιλοσοφικά ζητήματα σχετικά με το πώς πρέπει να προχωρά η επιστήμη, τι μεθόδους διερεύνησης να χρησιμοποιεί, πόση εμπιστοσύνη μπορούμε να αποδίδουμε στις μεθόδους, αν υπάρχουν όρια στην επιστημονική γνώση, κ.ο.κ. Όπως θα δούμε, τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να βρίσκονται στην καρδιά της σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης. Ώστε λοιπόν το ενδιαφέρον των φιλοσόφων της επιστήμης δεν περιορίζεται στην «απλή φιλοσοφία», παρά έχει προσελκύσει την προσοχή μερικών από τους σπουδαιότερους επιστήμονες όλων των εποχών. Παρά τα προηγούμενα, πρέπει να παραδεχθούμε ότι πολλοί επιστήμονες σήμερα δείχνουν πολύ λίγο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία της επιστήμης και γνωρίζουν ελάχιστα γι’ αυτήν. Όσο δυσάρεστη κι αν είναι αυτή η διαπίστωση, δεν αποτελεί ένδειξη ότι τα φιλοσοφικά ζητήματα έχουν πάψει πλέον να παίζουν σημαίνοντα ρόλο και μάλλον έρχεται ως συνέπεια της αυξανόμενα ειδικευμένης φύσης της επιστήμης και της πόλωσης μεταξύ φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών που χαρακτηρίζει το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα.
Πιθανόν να εξακολουθείτε να αναρωτιέστε τι ακριβώς αποτελεί τη φιλοσοφία της επιστήμης, διότι όταν αναφέραμε παραπάνω ότι «μελετά τις μεθόδους της επιστήμης», δεν διαφωτίσαμε και πολύ τον αναγνώστη. Αντί να δώσουμε έναν πιο πληροφοριακό ορισμό, θα προχωρήσουμε απευθείας στην εξέταση ενός τυπικού προβλήματος στη φιλοσοφία της επιστήμης.
Επιστήμη και ψευδοεπιστήμη
Ας θυμηθούμε το ερώτημα που θέσαμε στην αρχή του κειμένου: τι είναι επιστήμη; Ο Καρλ Πόπερ, φιλόσοφος της επιστήμης με μεγάλη επιρροή που διέπρεψε τον 20ό αιώνα, σκέφτηκε ότι το θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας επιστημονικής θεωρίας πρέπει να είναι η διαψευσιμότητά της. Όταν χαρακτηρίζουμε μια θεωρία διαψεύσιμη δεν σημαίνει ότι την αποκαλούμε και ψευδή. Σημαίνει απλώς ότι η θεωρία κάνει ορισμένες προβλέψεις οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν με την εμπειρία. Αν οι προβλέψεις αποδειχθούν εσφαλμένες, τότε η θεωρία έχει διαψευστεί ή ανασκευαστεί. Έτσι λοιπόν μια διαψεύσιμη θεωρία είναι εκείνη που μπορεί να ανακαλύψουμε ότι είναι εσφαλμένη — δεν είναι συμβατή με κάθε πιθανή σειρά εμπειριών. Ο Πόπερ πίστευε ότι ορισμένες θεωρούμενες επιστημονικές θεωρίες δεν ικανοποιούν αυτή τη συνθήκη και έτσι δεν αξίζουν καθόλου τον τίτλο της επιστημονικής θεωρίας. Είναι απλώς ψευδοεπιστήμες.
Η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόιντ ήταν ένα από τα αγαπημένα παραδείγματα ψευδοεπιστήμης του Πόπερ. Σύμφωνα με τον Πόπερ, η θεωρία του Φρόιντ μπορεί να συνάδει με οποιοδήποτε εμπειρικό εύρημα. Όποια κι αν είναι η συμπεριφορά του ασθενούς, οι φροϊδικοί μπορούν να βρουν μια εξήγηση με βάση τη θεωρία τους — δεν θα παραδεχθούν ποτέ ότι η θεωρία τους είναι λάθος. Ο Πόπερ διανθίζει το σημείο αυτό με το εξής παράδειγμα. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που σπρώχνει ένα παιδί στο ποτάμι με σκοπό να το δολοφονήσει και έναν άλλο που θυσιάζει τη ζωή του για να σώσει ένα παιδί. Οι φροϊδικοί εξηγούν τη συμπεριφορά και των δύο ανθρώπων με ίδια ευκολία: ο πρώτος είχε απωθημένα και ο δεύτερος είχε επιτύχει την εξιδανίκευση. Ο Πόπερ ισχυρίστηκε ότι με τη χρήση εννοιών όπως η απώθηση, η εξιδανίκευση και οι ασυνείδητες επιθυμίες, η θεωρία του Φρόιντ γίνεται συμβατή με οποιοδήποτε πιθανό κλινικό στοιχείο. Είναι δηλαδή μη διαψεύσιμη.
Το ίδιο ισχύει και για τη θεωρία της ιστορίας [στμ: τον ιστορικό υλισμό] του Μαρξ, έλεγε ο Πόπερ. Ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι στις βιομηχανικές κοινωνίες ανά τον κόσμο, ο καπιταλισμός θα έδινε τη θέση του στον σοσιαλισμό και τελικά στον κομουνισμό. Όταν όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αντί να παραδεχθούν ότι η θεωρία του Μαρξ ήταν εσφαλμένη, οι μαρξιστές εφηύραν μία ad hoc εξήγηση η οποία αιτιολογούσε ότι αυτό που συνέβη ήταν εντελώς συνεπές με τη θεωρία τους. Για παράδειγμα, λένε ότι η αναπόφευκτη πρόοδος προς τον κομουνισμό είχε προσωρινά επιβραδυνθεί λόγω της αύξησης του κράτους πρόνοιας, το οποίο «μαλάκωνε» τους προλετάριους και αποδυνάμωνε τον επαναστατικό τους ζήλο. Με αυτά τα λίγα λόγια, η θεωρία του Μαρξ μπορούσε να είναι συμβατή με κάθε πιθανή πορεία των γεγονότων, όπως ακριβώς και εκείνης του Φρόιντ. Επομένως, καμία από τις δύο θεωρίες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί γνήσια επιστημονική, σύμφωνα με το κριτήριο του Πόπερ.
Ο Πόπερ αντιδιέστειλε τις θεωρίες των Φρόιντ και Μαρξ με τη θεωρία της βαρύτητας του Αϊνστάιν, που είναι γνωστή και ως θεωρία της γενικής σχετικότητας. Αντίθετα με τις θεωρίες των Φρόιντ και Μαρξ, η θεωρία του Αϊνστάιν έκανε μια πολύ συγκεκριμένη πρόβλεψη: ότι οι ακτίνες φωτός από μακριά άστρα μπορούσαν να διαθλαστούν από το βαρυτικό πεδίο του ήλιου. Υπό κανονικές συνθήκες αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να παρατηρηθεί — παρά μόνο κατά τη διάρκεια μιας ηλιακής έκλειψης. Το 1919, ο Άγγλος αστροφυσικός Σερ Άρθουρ Έντιγκτον οργάνωσε δύο αποστολές για την παρατήρηση της ηλιακής έκλειψης εκείνου του χρόνου, μία στη Βραζιλία και μία στη νήσο Πρινσίπ που βρίσκεται έξω από την ατλαντική ακτή της Αφρικής, με σκοπό να ελεγχθεί η πρόβλεψη του Αϊνστάιν. Οι αποστολές βρήκαν ότι όντως το φως των άστρων διαθλάτο από τον ήλιο, με σχεδόν ακριβώς τη μέτρηση που είχε προβλέψει ο Αϊνστάιν. Ο Πόπερ εντυπωσιάστηκε πάρα πολύ με το αποτέλεσμα. Η θεωρία του Αϊνστάιν είχε κάνει μια κατηγορηματική, ακριβή πρόβλεψη, η οποία είχε επιβεβαιωθεί από παρατηρήσεις. Αν είχε αποδειχθεί ότι το φως των άστρων δεν διαθλάται από τον ήλιο, θα ήταν προφανές ότι ο Αϊνστάιν είχε κάνει λάθος. Έτσι λοιπόν η θεωρία του Αϊνστάιν ικανοποιεί το κριτήριο της διαψευσιμότητας.
Η προσπάθεια του Πόπερ να οριοθετήσει την επιστήμη από την ψευδοεπιστήμη, είναι διαισθητικά εντελώς αληθοφανής. Σίγουρα υπάρχει κάτι ύποπτο σε μια θεωρία που μπορεί να ταιριάξει σε οποιοδήποτε είδος εμπειρικών στοιχείων. Ορισμένοι όμως θεωρούν το κριτήριο του Πόπερ υπερβολικά απλουστευτικό. Ο Πόπερ επέκρινε τους φροϊδικούς και τους μαρξιστές επειδή απέρριπταν με εύκολες εξηγήσεις κάθε στοιχείο που φαινόταν να αντιφάσκει με τις θεωρίες τους, αντί να παραδεχθούν ότι οι θεωρίες έπρεπε να ανασκευαστούν. Και αυτό το τελευταίο βεβαίως μοιάζει ύποπτο. Ωστόσο υπάρχουν στοιχεία ότι αυτού του είδους η διαδικασία χρησιμοποιείται συχνά από «ευυπόληπτους» επιστήμονες —τους οποίους ο Πόπερ δεν θα ήθελε να κατηγορήσει για ψευδοεπιστήμη— και έχει οδηγήσει σε σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις.
Ένα άλλο παράδειγμα από την αστρονομία μπορεί να δείξει το παραπάνω. Η βαρυτική θεωρία του Νεύτωνα, τον οποίο αναφέραμε νωρίτερα, έκανε προβλέψεις για τις τροχιές που ακολουθούν οι πλανήτες κατά την περιφορά τους γύρω από τον ήλιο. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, αυτές οι προβλέψεις προέκυψαν από την παρατήρηση. Ωστόσο, η παρατηρούμενη τροχιά του Ουρανού διέφερε συνεχώς από την πρόβλεψη της θεωρίας του Νεύτωνα. Ο γρίφος αυτός λύθηκε το 1846 από δύο επιστήμονες, τον Άνταμς στην Αγγλία και τον Λεωεριέρ στη Γαλλία, που εργάστηκαν ανεξάρτητα. Υπέθεσαν την ύπαρξη ενός ακόμα πλανήτη, που δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα, ο οποίος ασκούσε πρόσθετη βαρυτική έλξη στον πλανήτη Ουρανό. Οι Άνταμς και Λεβεριέρ μπόρεσαν να υπολογίσουν τη μάζα και τη θέση που θα έπρεπε να διαθέτει αυτός ο πλανήτης, αν η βαρυτική του έλξη ευθυνόταν για την παράξενη συμπεριφορά του Ουρανού. Λίγο μετά ανακαλύφθηκε ο πλανήτης Ποσειδώνας, σχεδόν ακριβώς εκεί που είχαν προβλέψει οι Άνταμς και Λεβεριέρ.
Είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να επικρίνουμε τη συμπεριφορά των Άνταμς και Λεβεριέρ χαρακτηρίζοντάς την «αντιεπιστημονική» — σε τελευταία ανάλυση οδήγησε στην ανακάλυψη ενός νέου πλανήτη. Έκαναν όμως ακριβώς αυτό που ο Πόπερ κατηγόρησε στους μαρξιστές. Άρχισαν με μία θεωρία —τη βαρυτική θεωρία του Νεύτωνα— η οποία έκανε μία εσφαλμένη πρόβλεψη για την τροχιά του Ουρανού. Αντί να συμπεράνουν ότι η θεωρία του Νεύτωνα ήταν λάθος, επέμειναν στην ορθότητα της θεωρίας και προσπάθησαν να απορρίψουν με εύκολη εξήγηση την αντιφατική παρατήρηση, υποθέτοντας την ύπαρξη ενός νέου πλανήτη. Παρομοίως, όταν ο καπιταλισμός δεν έδειξε ότι θα δώσει τη θέση του στον κομουνισμό, οι μαρξιστές δεν συμπέραναν ότι η θεωρία του Μαρξ πρέπει να είναι εσφαλμένη, αλλά επέμειναν στη θεωρία και απέρριψαν με εύκολη εξήγηση τις συγκρουόμενες παρατηρήσεις, χρησιμοποιώντας πλαγίους οδούς. Είναι λοιπόν άδικο να κατηγορήσουμε τους μαρξιστές ότι πρεσβεύουν ψευδοεπιστήμη, ενώ αφήνουμε αυτό που έκαναν οι Άνταμς και Λεβεριέρ να μετρήσει ως καλή, έως και εξαιρετική, επιστήμη;
Το παραπάνω σημαίνει ότι η προσπάθεια του Πόπερ να οριοθετήσει την επιστήμη από την ψευδοεπιστήμη δεν μπορεί να είναι εντελώς σωστή, παρά την αρχική της αληθοφάνεια, διότι το παράδειγμα Άνταμας-Λεβεριέρ δεν είναι καθόλου σπάνιο. Γενικά, οι επιστήμονες δεν σπεύδουν να εγκαταλείψουν τις θεωρίες τους όποτε συγκρούονται με την παρατήρηση. Συνήθως αναζητούν τρόπους να εξαλείψουν την σύγκρουση χωρίς να εγκαταλείψουν τη θεωρία τους. Στο σημείο αυτό θα επιστρέψουμε στο Κεφάλαιο 5. Και αξίζει να θυμόμαστε ότι σχεδόν κάθε επιστημονική θεωρία συγκρούεται με ορισμένες παρατηρήσεις. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρούμε μια θεωρία η οποία να ταιριάζει τέλεια με όλα τα στοιχεία. Προφανώς, αν μια θεωρία συγκρούεται συνεχώς με όλο και περισσότερα στοιχεία και δεν παρουσιάζεται αληθοφανής τρόπος εξήγησης των συγκρούσεων, τελικά θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ωστόσο, δεν θα είχαμε μεγάλη πρόοδο αν οι επιστήμονες εγκατέλειπαν τις θεωρίες τους με το πρώτο σημάδι δυσκολίας.
Η αποτυχία του κριτηρίου οριοθέτησης του Πόπερ θέτει μια σημαντική ερώτηση. Είναι άραγε δυνατόν να βρούμε ένα κοινό χαρακτηριστικό που να υπάρχει σε όλα εκείνα που ονομάζουμε «επιστήμη» αλλά δεν υπάρχει πουθενά αλλού; Ο Πόπερ υπέθεσε ότι η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα ήταν ναι. Πίστευε ότι οι θεωρίες του Φρόιντ και του Μαρξ ήταν σαφώς αντιεπιστημονικές, έτσι λοιπόν πρέπει να υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό που τους λείπει αλλά διαθέτουν οι γνήσιες επιστημονικές θεωρίες. Είτε όμως δεχθούμε την αρνητική εκτίμηση των Φρόιντ και Μαρξ από τον Πόπερ είτε όχι, η υπόθεση του τελευταίου ότι υπάρχει μια «ουσιώδης φύση» της επιστήμης είναι αμφισβητήσιμη. Άλλωστε, η επιστήμη είναι μία ετερόκλητη δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνει ευρεία γκάμα διαφορετικών κλάδων και θεωριών. Ίσως να μοιράζονται από κοινού ορισμένα σταθερά χαρακτηριστικά που ορίζουν τι είναι επιστήμη, ίσως και όχι. Ο φιλόσοφος Λούντβιχ Βιτγκεστάιν ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν σταθερά χαρακτηριστικά που ορίζουν τι είναι ένα «παιχνίδι». Υπάρχει μάλλον ένα πιο χαλαρό συνονθύλευμα χαρακτηριστικών τα περισσότερα των οποίων ανήκουν στα περισσότερα παιχνίδια. Από οποιοδήποτε συγκεκριμένο παιχνίδι όμως μπορεί να λείπει οποιοδήποτε από τα χαρακτηριστικά του συνονθυλεύματος, και όμως να εξακολουθεί να είναι παιχνίδι. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για την επιστήμη. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι απίθανο να βρεθεί ένα απλό κριτήριο που να οριοθετεί την επιστήμη από την ψευδοεπιστήμη.