Aπόσπασμα από το βιβλίο του Βίλχελμ Ράιχ Κοσμική Υπέρθεση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1980, σσ. 41-73
O σχηματισμός έμβιας ύλης στο πείραμα οργόνης XX[1] συνδυάζει πολυάριθμα βιοενεργειακά και βιολειτουργικά φαινόμενα σ’ ένα και μόνο αποτέλεσμα μεγάλης σημασίας. Το πείραμα αυτό αναπαράγει τη διαδικασία της αρχικής βιογένεσης, δηλαδή, τον πρωτογενή σχηματισμό πλασματικής, έμβιας ύλης μέσα απ’ τη συμπύκνωση απαλλαγμένης από μάζα κοσμικής οργονικής ενέργειας. Το συμπέρασμα αυτό απορρέει λογικά απ’ το γεγονός ότι, οργανικές μορφές, μ’ όλες τις ιδιότητες της έμβιας όλης (δομή, παλμός, αναπαραγωγή, ανάπτυξη κι εξέλιξη), μπορούν ν’ αναπτυχθούν με μια διαδικασία κατάψυξης σ’ ένα διαυγές διάλυμα υψηλού οργονοτικού δυναμικού. Το θέμα είναι ανεξάντλητο, αλλά δεν έχουμε σκοπό να το εξαντλήσουμε. για μια ακόμα φορά, θα θυμίσω την ανακάλυψη της αμερικάνικης ηπείρου από τον Κολόμβο. Η ανακάλυψη αυτή δεν εξάντλησε όλες τις παλιότερες και τις μελλοντικές δυνατότητες της Αμερικής. Άνοιξε πράγματι την πόρτα σε μια τεράστια περιοχή γεμάτη μελλοντικές δυνατότητες. Το ίδιο ισχύει και για το Πείραμα XX.
Το παρακάτω σχήμα αντιπροσωπεύει προσεγγίσεις στις πολλαπλές λειτουργίες της φύσης, που αποκαλύφθηκαν από το Πείραμα XX.
- Η ανάπτυξη οργανικών μορφών, πλασματικά «οργονόματα» (βιόντα).
- Η οργάνωση πρωτόζωων (οργονόμια).
- Ό σχηματισμός βιοχημικής ύλης: άνθρακας, σάκχαρο, λίπος.
- Η προώθηση της ζωής και της ανάπτυξής της, όπως επηρεάζεται από το διάλυμα τού οργονονερό.
Στη διαδικασία του πειράματος κατάψυξης, η ενέργεια μετασχηματίζεται σε ύλη. Αυτή η ύλη είναι ζωντανή. με την αφυδάτωση η με κάψιμο των λεπιών, προκύπτει άνθρακας και μια γλυκιά σακχαρώδης ουσία. Αυτά είναι γενικά χαρακτηριστικά, που θα επεξεργαστούμε με λεπτομέρειες. στη διαδικασία αυτή, η παγιωμένη οργονική ενέργεια περνά μέσα απ’ όλες τις φάσεις του βιοντικού σχηματισμού, που αποκάλυψε η οργονοβιοφυσική: Μορφές-Τ εξελίσσονται σε βιόντα ΠΑ, προσλαμβάνοντας απαλλαγμένη από μάζα οργονική ενέργεια· τα βιόντα ΠΑ αναπτύσσονται σε μεγαλύτερα, στρογγυλά σχήματα, που μοιάζουν με μικρά «αυγά»· μερικά απ’ αυτά τα «ωοειδή σχήματα» διαστέλλονται και παίρνουν τη μορφή φασολιού· τα σχήματα που μοιάζουν με φασόλια αποκτούν κινητικότητα και σχηματίζουν πρωτόζωα: ΟΡΓΟΝΟΜΙΑ. Στην κίνηση και το σχήμα μοιάζουν πολύ με σπερματοζωάρια. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα σπερματοζωάρια και τα ωάρια των μετάζωων δημιουργούνται επίσης απ’ τη συμπύκνωση οργονικής ενέργειας στους σπερματικούς ιστούς. Η ανάπτυξη σχηματισμένων βιόντων από αποστειρωμένο οργονερό θεμελιώνει, πέρα από κάθε αμφιβολία, τη διαδικασία του αρχικού σχηματισμού οργανικής ύλης, από απαλλαγμένη μάζας οργόνη.
Το βιόν νερό είναι κίτρινο και κλιμακώνεται σε ένταση σχεδόν ως το καφέ. στο σημείο αυτό, φέρνει κανείς στο νου του το κίτρινο ρετσίνι που βγάζουν τα δέντρα, το κίτρινο μέλι που παράγουν οι μέλισσες, το κίτρινο του ορού του αίματος των ζώων, το κίτρινο των ούρων κτλ. Μεγάλη σημασία έχει επίσης το «επίπεδο σακχάρου του αίματος» στον οργανισμό. Επομένως, μ’ αυτό τον τρόπο, καλύπτεται προφανώς το χάσμα στη βιολογία πού, ως τώρα, έκρυβε κάποιο μυστήριο — δηλαδή, πώς τα φυτά μετατρέπουν την «ηλιακή ενέργεια» σε υδρογονάνθρακες και σε στερεές μορφές κυτταρίνης. Η «ηλιακή ενέργεια» είναι δική μας οργονική ενέργεια, που τα φυτά απορροφούν απευθείας απ’ το έδαφος, την ατμόσφαιρα και τις ακτίνες του ήλιου.
Τα φύλλα του αειθαλή κισσού ανήκουν σ’ αυτή την περίπτωση. Το χειμώνα, τα φύλλα χάνουν το πράσινο χρώμα τους, έκτος απ’ τα νεύρα των φύλλων που παραμένουν πράσινα. Το υπόλοιπο γίνεται καφέ – κίτρινο. Την άνοιξη, το πράσινο επεκτείνεται από τα αγγεία των φύλλων προς τη λεία επιφάνειά τους. Το φαινόμενο αυτό μάς δίνει τη δυνατότητα να πούμε ότι, το χειμώνα, η οργονοενέργεια αποσύρεται απ’ την περιφέρεια των φύλλων μ’ άλλα λόγια, συστέλλεται εξαιτίας τού κρύου, για να διασταλεί ξανά την άνοιξη. Έτσι αναζωογονείται το μέρος εκείνο των φύλλων τού κισσού, που είναι έτοιμο να πεθάνει.
H μεταβολή από πράσινο σε κίτρινο το φθινόπωρο κι από κίτρινο σε πράσινο την άνοιξη, γίνεται τέλεια κατανοητή, με βάση την οργονοτική λειτουργικότητα. Σύμφωνα με τις κλασικές έρευνες, το πράσινο είναι το αποτέλεσμα μιας μίξης κίτρινου και γαλάζιου. Το γαλάζιο είναι το ειδικό χρώμα της οργονικής ενέργειας, ορατό στην ατμόσφαιρα, στον ωκεανό, στα σύννεφα της καταιγίδας, στα «ερυθρά» αιμοσφαίρια, στα πρωτόζωα, κ.λπ., καθώς και στις ορθοχρωματικές φωτογραφικές πλάκες, μετά από ακτινοβόληση με βιόντα χώματος.
Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα, ότι το κιτρίνισμα των φύλλων το φθινόπωρο οφείλεται στην εξαφάνιση τού γαλάζιου από το πράσινο και, συνεπώς, η επιστροφή τού αειθαλή κισσού ξανά στο πράσινο, οφείλεται σε νέα απορρόφηση οργονικής ενέργειας απ’ την ατμόσφαιρα. έτσι, το πράσινο των φύλλων είναι το αποτέλεσμα της μίξης τού κίτρινου ρετσινιού και της γαλάζιας ατμοσφαιρικής οργονικής ενέργειας.
Θα θέλαμε προσωρινά να περιορίσουμε την ερευνά μας σε μια μοναδική λειτουργία: την προέλευση της σχηματισμένης έμβιας ύλης, από απαλλαγμένη μάζας οργονική ενέργεια. για την ώρα, δεν ενδιαφερόμαστε για τη χημική σύνθεση αυτών των μορφών.
Δεν υπάρχει παρά μια μόνο υπόθεση, που να εξηγεί Ικανοποιητικά την προέλευση κινούμενης, σχηματισμένης έμβιας ύλης στο Πείραμα XX. Στη διαδικασία κατάψυξης, η απαλλαγμένη από μάζα οργονική ενέργεια, που υπάρχει μέσα στο υγρό, συστέλλεται όμοια ακριβώς με το ζωντανό πλάσμα. Επομένως, η συστολή αυτή δεν εξαρτάται από την ύπαρξη σχηματισμένης ύλης. Υπάρχει πριν απ’ το σχηματισμό ύλης, σαν μια βασική λειτουργία κοσμικής οργόνης. Η συστολή της οργονικής ενέργειας συνοδεύεται από συμπύκνωση και η συμπύκνωση συνοδεύεται από το σχηματισμό υλικών σωματιδίων, μικρών διαστάσεων, ορατών με μικροσκόπιο. VI κλασική, μηχανιστική θεώρηση δεν προνοεί για μια αιτιώδη σύνδεση ανάμεσα στην κίνηση της ενέργειας και τη μορφή τού Οργανισμού. Η οργονοβιοφυσική μπορεί ν’ αποδείξει την ύπαρξη μιας λειτουργικής σύνδεσης, ανάμεσα στη μορφή της κίνησης και τη μορφή της έμβιας ύλης.
Η αρχική όλη γεννήθηκε στο σύμπαν και η διαδικασία σχηματισμού της ύλης συνεχίζεται, προφανώς, χωρίς διακοπή. ‘Η κοσμική προέλευση της βιοενέργειας βιώνεται σαν μια εξίσωση των «ζωή – γη – ήλιος – άνοιξη». ‘Η μηχανιστική θεώρηση ξέρει μόνο άτομα και μόρια, που συνδυάζονται για να σχηματίσουν άλατα και οργανικά σώματα. Δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την κίνηση, ούτε το σχηματισμό της έμβιας ύλης γιατί, ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο, μοιάζουν με οποιοδήποτε τρόπο σε μηχανικές κινήσεις και γνωστά γεωμετρικά σχήματα. Αντίθετα, η οργονοβιοφυσική εργάζεται χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη κοσμική ενέργεια. Υποθέτει, ότι οι λειτουργίες της κοσμικής ενέργειας στη σφαίρα της ανόργανης ύλης βρίσκονται σε αρμονία μ’ εκείνες τις λειτουργίες στη σφαίρα της έμβιας ύλης.
Στο Πείραμα XX, σχηματίζονται μεμβράνες και μετά βιόντα, απ’ την απαλλαγμένη μάζας οργονική ενέργεια. Αυτά αποτελούν μορφές, που δεν μπορούν να περιγράφουν ακόμα σαν «ζωντανοί οργανισμοί», σύμφωνα με τη γενικά αποδεκτή βιολογική έννοια, όμως παρουσιάζουν ήδη το τυπικό σχήμα των ζωντανών οργανισμών. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στις εικόνες από το Πείραμα XX (πρβ. εικ. 19). Οι μορφές των περισσότερων λεπιών μοιάζουν μ’ εκείνες τού ψαριού η του γυρίνου. Τώρα, αν οι μορφές εκφράζουν χωρίς εξαίρεση, παγιωμένη κίνηση, μπορούμε 2 ροείεήοπ να καταλήξουμε με βάση τις μορφές αυτές, στις λειτουργίες της οργονικής ενέργειας. Η ακριβής παρατήρηση και η εκτεταμένη σύγκριση θα δείξουν, ότι υπάρχει μια βασική μορφή έμβιας ύλης, που δεν έχει αντίστοιχο στην κλασική γεωμετρία. Ιδωμένη εγκάρσια η βασική αυτή μορφή φαίνεται ως εξής:
Ιδωμένη από πάνω ή από κάτω η ζωντανή αυτή μορφή είναι κατά κανόνα ως εξής:
Πριν ερευνήσουμε τη βιοενεργειακή λειτουργία της μορφής αυτής, ας βεβαιωθούμε ότι είναι πράγματι η βιοφυσική βασική μορφή. Ισχύει ξεκάθαρα για τα εξής:
- Σπόροι φυτών: σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, βρόμη, φασόλια, φακή.
- Βολβοί φυτών: βολβοί πατάτας, ψίχα αμύγδαλου· κουκούτσια μήλων, αχλαδιών, δαμάσκηνων, ροδάκινων.
- Σπερματικά κύτταρα ζώων.
- Αυγά ζώων, ιδιαίτερα πουλιών.
- Έμβρυα ζώων.
-
Όλα τα όργανα του σώματος των ζώων: καρδιά, κύστη, συκώτι, νεφρά, σπλήνα, πνεύμονες, εγκέφαλος, όρχεις, ωοθήκες, μήτρα, στομάχι.
-
Μονοκύτταροι οργανισμοί: paramecia, κολπίδια, vorticelae, καρκινικά κύτταρα, πρωτόζωα του ανθρώπινου κόλπου (trichomonas vaginalis) κ.λπ.
-
Ολόκληρα σώματα ζώων και φυτών: Μέδουσα, αστερίας, ερπετά όλων των ειδών η διάπλαση του κορμού όλων των πουλιών, ψαριών, σκαθαριών θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένου και τού ανθρώπου, κ.λπ.
-
Γενικά τα δέντρα, καθώς και κάθε φύλλο και λουλούδι· στήμονες και ύπεροι των φυτών.
Αξίζει να σημειωθεί πώς, ακόμα και κείνα τα όργανα που προεκτείνονται απ’ τον κορμό —χέρια, πόδια, πτερύγια, φτερά, το κεφάλι του φιδιού, της σαύρας, της αλεπούς, του ίδιου του ανθρώπου, του ψαριού κ.λπ. — παίρνουν με τη σειρά τους τη μορφή του «οργονόματος». Ακόμα και τα νύχια και τα ράμφη των πουλιών, η νηκτική κύστη των ψαριών, τα κέρατα των ταύρων, των κριαριών και των ελαφιών, τα κελύφη των σαλιγκαριών και των μυδιών παίρνουν τη μορφή του ^οργονόματος».
Όλα αυτά υποδείχνουν τη λειτουργία ενός φυσικού νόμου ενέργειας, ενός νόμου, που διαφέρει θεμελιακά απ’ τους γεωμετρικούς νόμους της κλασικής μηχανικής.
Το μέσο προσέγγισης σ’ αυτό το νόμο της κοσμικής ενέργειας, πρέπει ν’ αναζητηθεί στην κίνηση της απαλλαγμένης από μάζα οργονικής ενέργειας.
Όπως ακριβώς οι εκφραστικές κινήσεις της έμβιας ύλης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με μια συγκινησιακή έκφραση, που έχει νόημα, σε σχέση με τον κόσμο γύρω της, έτσι και η μορφή της έμβιας ύλης έχει κι αυτή μια συγκεκριμένη έκφραση. Σημασία έχει να τη διαβάσουμε σωστά.
Όλες οι μορφές στην περιοχή της έμβιας ύλης μπορούν εύκολα ν’ αναχθούν στο ωοειδές σχήμα, χωρίς να παραβιαστούν οι ατομικές παραλλαγές της μορφής. Αυτό το βασικό σχήμα ποικίλλει, ανάλογα με το μήκος, το πλάτος και το πάχος. Μπορεί να εμφανιστεί σε υποδιαιρέσεις της ίδιας μορφής, όπως στα σκουλήκια· αλλά, είτε σε σύνολο είναι είτε σ’ ένα μέρος, η βασική μορφή της έμβιας ύλης παραμένει πάντα ωοειδής.
Μια τέτοια σταθερή ομοιομορφία της οργανικής μορφής, πρέπει ν’ αντιστοιχεί σ’ ένα θεμελιακό νόμο της φύσης κι ένα φυσικό νόμο κοσμικών διαστάσεων, επειδή η βασική βιολογική μορφή είναι παγκόσμια, ανεξάρτητα από το κλίμα η τη γεωλογία. Φαίνεται, πως η κοσμική οργονική ενέργεια, καθώς οργάνωνε την έμβια ουσία, υπάκουε σε ένα μονάχα νόμο, το δικό της νόμο κίνησης.
Θα ονομάσουμε την ειδική βασική μορφή της έμβιας ύλης ΟΡΓΟΝΟΜΑ. Η τυπική βασική μορφή του είναι η ακόλουθη γενίκευση μικροσκοπικών μορφών, που προέκυψαν από το Πείραμα XX:
Η τριγωνομετρία του οργονόματος
Θα θέλαμε να ορίσουμε ως οργόνομα την ειδική εκείνη μορφή πού, στο πιο απλό της σχήμα, αντιπροσωπεύεται από το αυγό της κότας.
Το οργόνομα δεν είναι ούτε τρίγωνο, ούτε τετράγωνο, ούτε κύκλος· δεν είναι ούτε έλλειψη, ούτε παραβολή, ούτε υπερβολή. Το οργόνομα αντιπροσωπεύει ένα ειδικό νέο γεωμετρικό σχήμα, μια κλειστή επίπεδη καμπύλη, που δε θα διέφερε από μια έλλειψη με δύο ημιάξονες διαφορετικού μήκους και πλάτους, αλλά, που διαφέρει από την έλλειψη λόγω ακριβώς τού διαφορετικού μήκους των μεγάλων αξόνων.
Ας προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε, πως γεννιέται ένα οργόνομα, σύμφωνα με την οργονομετρία. Δυο θεμελιακά φυσικά φαινόμενα παίρνουν μέρος:
- Ο οργασμικός σπασμός.
- Το κύμα στροβιλισμού – Kreiselwelle (KRW).
Συναντάμε τον οργασμικό σπασμό σ’ ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Μπορούμε να διακρίνουμε το κύμα στροβιλισμού (KRW), παρατηρώντας την ατμοσφαιρική οργόνη στο σκοτεινό θάλαμο. Τα μικροσκοπικά, μπλε – βιολετιά σημεία γλιστρούν πάνω σε συγκεκριμένες τροχιές, που περιέγραψα σχηματικά στο δεύτερο τόμο τού έργου η ανακάλυψη της Οργόνης, ως εξής:
Ας απομονώσουμε ένα ξεχωριστό κύμα απ’ την τροχιά του KRW:
Αν βάλουμε δυο τέτοια κύματα στροβιλισμού με τις κοίλες πλευρές τους μαζί, παίρνουμε τη γνωστή μορφή της έλλειψης:
Ωστόσο, αν λυγίσουμε στο κέντρο ένα KRW, στο σημείο α και ενώσουμε τα δυο άκρα τού KRW — Β και Β’ —, αποκτούμε την ωοειδή μορφή η τη μορφή τού οργονόματος.
Θα μπορούσαμε να επεξεργαστούμε τη διαδικασία αυτή, με βάση την απλή τριγωνομετρία, χωρίς να παραθέσουμε οργονοφυσικές αποδείξεις. Όμως, ο οργασμικός σπασμός μας δίνει ένα βιοφυσικό επιχείρημα, που προικίζει αυτή την τριγωνομετρική διαδικασία με μεγάλη σπουδαιότητα. Το πιο φανερό φαινόμενο στο ανακλαστικό τού οργασμού είναι η προσπάθεια των δύο άκρων του κορμού — του στόματος και των γεννητικών οργάνων — να πλησιάσουν περισσότερο μεταξύ τους. Αυτό το βιοφυσικό φαινόμενο, μ’ έβαλε πραγματικά στο δρόμο που οδηγεί στη γένεση της μορφής τού οργονόματος. στον οργασμικό σπασμό ενός ζώου η στον τρόπο που κινείται η μέδουσα, όταν κολυμπά, το σώμα φαίνεται να καμπυλώνει στο κέντρο, φέρνοντας πιο κοντά μεταξύ τους τα δυο άκρα.
Η σύνδεση μιας θεμελιακής βιολογικής κίνησης, με μια σωματική κίνηση μπορεί, με την πρώτη ματιά, να φαίνεται αυθαίρετη. Όμως, μια τέτοια σύνδεση είναι δικαιολογημένη, αν ανοίγει την πόρτα σε κάτι φανερά θεμιτό για τη βιολογική λειτουργικότητα. Απ’ ό,τι γνωρίζω, η βασική μορφή των ζωντανών σωμάτων δεν κατανοήθηκε ποτέ. Κι αν το ανακλαστικό τού οργασμού μάς υπόσχεται τη δυνατότητα κατανόησης της μορφής του οργονόματος, δεν πρέπει να το αρνηθούμε.
Η ομοιότητα ενός KRW με το σώμα ενός ζώου, ιδωμένο εγκάρσια, είναι πραγματικά εκπληκτική (πρβ. εικ. 14). Δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε εδώ, λεπτομερειακή απόδειξη της ομοιότητας. έχει όμως ήδη θεμελιωθεί πειραματικά.
Αν η έμβια ύλη είναι παγιωμένη οργονική ενέργεια, πρέπει, αναγκαστικά, η μορφή κίνησης της οργονικής ενέργειας να μεταφραστεί σε μορφή της έμβιας ύλης, στη μορφή του οργονόματος. Η λειτουργική αυτή συνέχεια, είναι δύσκολο να βρεθεί, στο χώρο της ανόργανης ύλης. Είναι εύκολα όμως κατανοητή στο χώρο της έμβιας ύλης. Αν μορφή είναι η κίνηση ενέργειας που έχει παγιωθεί, τότε η μορφή των οργάνων πρέπει ν’ απορρέει απ’ τη μορφή κίνησης της κοσμικής ενέργειας.
Ας επιστρέψουμε στο ανακλαστικό τού οργασμού, την πλούσια αυτή πηγή βιοενεργειακών ενοράσεων:
Βρήκαμε, πως το ανακλαστικό τού οργασμού δεν μπορεί να εκφραστεί σύμφωνα με μια ιδιωματική γλώσσα. έτσι, συμπεράναμε ότι ο τρόπος έκφρασής του είναι υπερατομικός — ούτε μεταφυσικός ούτε μυστικιστικός, αλλά κοσμικός. στο ανακλαστικό τού οργασμού, ο έντονα διεγερμένος οργανισμός προσπαθεί να φέρει πιο κοντά μεταξύ τους τα δυο άκρα του κορμού του, σαν για να τα ενώσει. Αν η ερμηνεία αυτή είναι σωστή, πρέπει ν’ αποδειχτεί αληθινή και σε άλλες κατηγορίες οργονικής λειτουργικότητας και δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στο ανακλαστικό του οργασμού.
Ας παρατηρήσουμε τώρα, τη μορφή του βιολογικού οργονόματος στη λειτουργική του σύνδεση, με τη μορφή πλασματικών ρευμάτων. Πιστοί στην αρχή της λειτουργικής ταύτισης κάθε έμβιας ουσίας, πρέπει να συγκεντρώσουμε λειτουργίες φαινομενικά πολύ διαφορετικές και να ψάξουμε για τον κοινό τους παρονομαστή.
Το πλασματικό ρεύμα δεν ρέει συνέχεια, αλλά με ρυθμικές ωθήσεις. Συνεπώς, μιλούμε για ΠΑΛΜΟ. Ο παλμός μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα στην κυκλοφορία του αίματος όλων των μετάζωων. Το παλμικό ρεύμα των υγρών τού σώματος είναι η δημιουργία της οργόνης του οργανισμού, μια άμεση έκφραση του τρόπου που κινείται. Απ’ τον παλμό των υγρών τού σώματος, πρέπει α ροείεποπ να συμπεράνουμε, πως υπάρχει ένας παλμός οργονικής ενέργειας. Το συμπέρασμα αυτό επικυρώνεται με την παρατήρηση ορισμένων πρωτόζωων, στα όποια τα παλμικά κύματα της διέγερσης περνούν μέσα απ’ το σώμα και βάζουν σε κίνηση το πρωτόπλασμα. στα σκουλήκια, κύματα διέγερσης παλμικής φύσης, περνούν απ’ την άκρη της ουράς ως το κεφάλι. Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί σε μερικά αμοιβαδοειδή καρκινικά κύτταρα. Το σχέδιο που ακολουθεί, εκφράζει τη μορφή με την όποια τα κύματα της διέγερσης κινούνται μέσα στο πρωτόπλασμα των καρκινικών αυτών κυττάρων:
Επομένως, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε δυο είδη παλμικών κινήσεων, στην έμβια ύλη: την παλμική κίνηση της οργονικής ενέργειας στον οργανισμό και το αποτέλεσμά της, την παλμική μηχανική κίνηση των υγρών του σώματος. Σ’ αυτό το σημείο, κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο λειτουργικό βιοενεργειακό παλμό και στο μηχανικό παλμό. Ο μηχανικός παλμός απορρέει από το λειτουργικό παλμό της οργόνης, απ’ το προς τα μπρος στροβίλισμά της, με εναλλασσόμενες διαστολές και συστολές.
Στο μέτρο που η κίνηση των υγρών είναι μηχανική, δεν μπορεί να είναι παρά η έκφραση και η συνέπεια της παλμικής λειτουργίας της οργονικής ενέργειας. στις ρέουσες αμοιβάδες, ο βιοενεργειακός παλμός συμπίπτει απόλυτα με την οργανική ροή των υγρών. στα κολπίδια και τα paramecia, το σώμα είναι άκαμπτο και περιέχει μεγάλες, μεμβρανώδεις κύστεις, γεμάτες υγρό, χωρίς ρέον πλάσμα. Εδώ, η κίνηση της ενέργειας μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο στη μετακίνηση ολόκληρου του σώματος. Αν συγκρίνουμε τη μορφή κίνησης των κυμάτων διέγερσης στα καρκινικά κύτταρα, με την εξωτερική μορφή κίνησης κολπικών τριχομονάδων, κολπιδίων και ρετωηεοώ, βρίσκουμε ότι υπάρχει μια ωστική παλμική κίνηση, που δεν προχωρεί σε ευθεία γραμμή, αλλά με σπειροειδή τρόπο, παρουσιάζοντας μια καθολική καμπυλότητα. Μπορούμε να συνδέσουμε τα μεμονωμένα σημεία καμπύλης της κίνησης και να βρούμε ένα γεωμετρικό σχήμα, που απεικονίζει ένα κύμα στροβιλισμού (ΚRW) και μοιάζει, σε γενικές γραμμές, με την εικόνα που ακολουθεί:
Βλέπουμε, πως η καμπύλη τού πλασματικού ρεύματος, μέσα στο σώμα τού καρκινικού κυττάρου, είναι ίδια, όπως και στη μετακίνηση ολόκληρου τού σώματος ενός κολπίδιου. Αν διαρέσουμε την καμπύλη τού οργονοτικού πλασματικού ρεύματος στα ατομικά της μέρη, παίρνουμε ένα σχήμα πού, εγκάρσια ιδωμένο, μοιάζει στη μορφή όλων των ζωντανών οργάνων και οργανισμών (πρβ. εικ. 14).
Αυτή η αρμονία, στη μορφή κίνησης των ενεργειακών σωματιδίων, τού πλασματικού ρεύματος, των οργονοτικών κυμάτων της διέγερσης και στο σχήμα των οργάνων, δεν μπορεί να είναι απλή σύμπτωση. Διέπεται, προφανώς, από ένα κοινό νόμο κίνησης, που αποκαλύπτεται επανειλημμένα στις επί μέρους μορφές κίνησης και δομής. Ακόμη και ο επιμήκης γαιοσκώληκας πού, σε πρώτη ματιά, δεν αποκαλύπτει τίποτα όμοιο με τη μορφή ενός οργονόματος που αναδιπλώνεται, παρουσιάζει το σχήμα του οργονόματος στα τμήματά του. Επιπλέον, ο γαιοσκώληκας κυρτώνεται μ’ ένα τρόπο, που μοιάζει με το οργόνομα του κελύφους του σαλιγκαριού (πρβ. εικ. 20: 3 και 4).
Το ακόλουθο διάγραμμα απεικονίζει τη συγκροτημένη κι εκφρασμένη ξεκάθαρα αρχική κίνηση της οργανισμικής οργονοενέργειας, στην ανάπτυξη ενός κελύφους:
Μπορούμε, επομένως, να διακρίνουμε τρεις καταστάσεις οργονοτικής εκφραστικής κίνησης:
α. Τη στροβιλιστική κίνηση των κυμάτων της οργονοτικής διέγερσης, τον πρωτοπλάσματος και της μετακίνησης των πρωτόζωων.
β. Τη μορφή του οργονόματος των ζωικών οργάνων και οργανισμών, δηλαδή, παγιωμένη κίνηση οργόνης.
γ. Τη μορφή του οργονόματος του ζωικού σώματος, όταν αναπαύεται, σαν ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κίνησης της ενέργειας και στερεάς ύλης.
Έχουμε τώρα μια καλύτερη βιοφυσική αντίληψη της τμηματικής διάταξης του οργονοτικού ρεύματος στον άνθρωπο, και της τμηματικής διάταξης η θωράκισης στο βιοπαθητικό χαρακτήρα.
Τα πλασματικά (μηχανικά) και τα οργονοτικά (βιοενεργειακά) ρεύματα στον άνθρωπο — η κυκλοφορία τού αίματος και τα κύματα της διέγερσης — έχουν τον ίδιο ρυθμικό, κυματοειδή και τμηματικό χαρακτήρα, που παρατηρήσαμε στο γαιοσκώληκα. Η τμηματική διάταξη της θωράκισης εκφράζει την ακινητοποίηση μεμονωμένων μερών της πορείας τού κύματος, ή, μ’ άλλα λόγια, ένα κύμα παγιώνεται σ’ ένα σχηματισμένο τμήμα τού οργονόματος.
Επομένως, η αρχή της οργονοθεραπείας — να προχωρά κανείς πάντα από το «κεφάλι» προς την «ουρά», δηλαδή, προς τα γεννητικά όργανα — αποκτά το βιοενεργειακό της νόημα. Όπως συμβαίνει και με το γαιοσκώληκα, το φίδι και το πλασματικό καρκινικό κύτταρο, τα οργονοτικά κύματα περνάνε πάντα από την ουρά και πάνω από την πλάτη με κατεύθυνση το κεφάλι. Βιοενεργειακό, αυτή η διάταξη της οργονοτικής ροής αποκτά νόημα, γιατί βασίζεται στην «προς τα μπρος» κίνηση ολόκληρου του σώματος, προς την κατεύθυνση του κεφαλιού. στην οργονοθεραπεία, αν αποθωρακίζαμε πρώτα την άκρη της ουράς, η ενέργεια που θ’ απελευθερωνόταν, θα σταματούσε στο τμήμα που βρίσκεται αμέσως μετά. Η διάλυση όμως της θωράκισης στο κεφάλι, αφαιρεί τα δαχτυλίδια της θωράκισης, που βρίσκονται στο μέρος προς το οποίο πρέπει να ρεύσει η οργονοτική διέγερση. Συναντάμε στην πορεία μας την κατεύθυνση του ρεύματος κι ελευθερώνουμε έτσι το δρόμο για την ανεμπόδιστη ροή του, αντί ν’ αρχίζουμε να σπάμε τη θωράκιση στην πηγή αυτού του ρεύματος. Η τεχνική της οργονοθεραπείας δεν ξεκίνησε γνωρίζοντας τις βιοφυσικές αυτές θεωρίες, αλλά ακολούθησε καθαρά κλινικές θεωρήσεις λ.χ., ότι θα ήταν πλεονέκτημα, να ελευθερώσουμε όλη την ενέργεια του σώματος, πριν κινητοποιήσουμε τα γεννητικά όργανα. Όπως βλέπουμε όμως τώρα, η κλινική και η βιοενεργειακή πλευρά του θέματος συνδυάζονται σε μια κοινή χρήσιμη λειτουργία.
Ας γυρίσουμε τώρα στο Πείραμα XX, για να μάθουμε περισσότερα, σχετικά με το σχηματισμό έμβιας ύλης στο οργόνομα. Βρίσκουμε πλασματικά λέπια, στα όποια μπορούμε να δούμε κυκλικές πρώτα, και σε σχήμα φασολιού μετά, μορφές οργονόματος. Το οργόνομα γίνεται, για μια ακόμα φορά, ξεκάθαρα φανερό, με τη μορφή του φασολιού. Αυτό το οργόνομα βρίσκεται σε κίνηση. Οι κινήσεις του έχουν και πάλι τη μορφή τού οργονόματος, όπως μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει, στις σπειροειδείς γραμμές της προοδευτικής τους κίνησης. Μπορούμε τώρα δικαιολογημένα να συμπεράνουμε ότι, μέσα από τη διαδικασία κατάψυξης, η ελεύθερα κινούμενη μέσα στο υγρό οργονική ενέργεια, μεταλλάσσεται σ’ ένα πολύ μικρό μέρος της σε ύλη, διαμέσου τού μεμβρανικού σχηματισμού. Αφού η κίνηση της οργονοενέργειας ακολουθεί καμπύλη τροχιά, είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι, και οι μεμβράνες επίσης, είναι καμπυλωτές. Μέσα στις μεμβράνες, η απαλλαγμένη από μάζα οργονική ενέργεια, συνεχίζει να κινείται. Όπως είναι φυσικό, προσπαθεί να κάνει τη μεμβράνη να διασταλεί, σαν να θέλει να διαρρήξει το σάκο όπου βρίσκεται παγιδευμένη. Δεν υπάρχει βέβαια κανενός είδους λογική εδώ, αλλά πρόκειται μάλλον για μια αντίφαση ανάμεσα στη λειτουργία της διασταλτικής κίνησης της απαλλαγμένης από μάζα οργόνης, και τη μεμβράνη που την περιορίζει. Η λογική επαγωγή δείχνει, πως τίποτ’ άλλο εκτός απ’ το σχήμα του φασολιού — το οργόνομα μας — δεν μπορεί να προκόψει από την αντίφαση αυτή, ανάμεσα στην ενεργειακή ροή και την περιοριστική μεμβράνη.
Βέβαια, η διαμόρφωση του σχήματος του φασολιού δεν ικανοποιεί με κανένα τρόπο την κινητική ώθηση της απαλλαγμένης από μάζα οργονικής ενέργειας στο εσωτερικό, μια ώθηση που προσπαθεί να επεκτείνει την καμπύλη, δηλ. να απομακρυνθεί απ’ το σημείο. Επομένως, η πρόσθια κίνηση μέσα στο χώρο, που η βασική της τάση είναι, κι αυτή τη φορά, να τεντωθεί, να κυρτωθεί και ν’ αναδιπλωθεί ρυθμικά, εμφανίζεται για πρώτη φορά. Η ανάπτυξη κολπίδιων από αρχικές εμβρυϊκές κύστεις είναι Ιδιαίτερα κατάλληλη για τη μελέτη των πλασματικών ρευμάτων, που έχουν τεθεί σε κίνηση από την οργονική ενέργεια μέσα στο μεμβρανώδη σάκο. Μόλις σχηματισθεί μια μεμβράνη γύρω από ένα αριθμό βιόντων, εμφανίζεται βλαστική κύστη. Το εσωτερικό παρουσιάζει κυστοειδή δομή και μια γαλάζια ανταύγεια. Η μεμβράνη είναι τεντωμένη, αλλά ολόκληρο το σύστημα είναι ακόμα σε ηρεμία (εικ. 21: 1). Το γεγονός, ότι στο εσωτερικό της «βλαστικής κύστης» ελευθερώνονται κινητικές δυνάμεις, φαίνεται από τον τρόπο πού, αργά η γρήγορα, οι κύστεις αρχίζουν να κυλούν. Καθώς η μεμβράνη ηρεμεί, οι κύστεις κυλούν αρχικά κοντά στην περιφέρεια, προς μια κατεύθυνση κατά μήκος της μεμβράνης. Η εσωτερική συνοχή χαλαρώνει. Μαζί με την κύλιση προς μια κατεύθυνση συνδυάζεται μια αμοιβαία έλξη και άπωση. Μετά από λίγο, η κατεύθυνση της κίνησης μεταβάλλεται· το περιεχόμενο των κύστεων αντιστρέφει την κατεύθυνσή του. Μ’ αυτό τον τρόπο, το βιοντικό περιεχόμενο αποκτά ελαστικότητα (εικ. 2ί: 2). Η βλαστική κύστη τεντώνεται όλο και πιο πολύ· γίνεται μεγαλύτερη. Βαθμιαία, η κυκλική μορφή μεταβάλλεται σε ωοειδή μορφή, τη μορφή του οργονόματός μας. Το πλασματικό ρεύμα χωρίζεται, στο ένα άκρο του, σε δυο ρεύματα. Τα δυο ρεύματα συγκλίνουν και συνεχίζουν να κινούνται προς τα πίσω, κατά μήκος της κεντρικής γραμμής (21: 3). Μπορούμε τώρα να διακρίνουμε καθαρά δυο μισά τού οργονόματος, όπου το καθένα αποκτά, όλο και πιο καθαρά το σήμα τού φασολιού η την εγκάρσια μορφή τού οργονόματος. Μετά από αρκετές ώρες έντονης οργονοτικής κινητικότητας τού πρωτοπλάσματος, η βλαστική κύστη χωρίζεται συνήθως σε τέσσερα «τέλεια» κολπίδια. Μέχρι εδώ, δε μπορούμε να προσδιορίσουμε αν ο αριθμός «τέσσερα» είναι ο κανόνας η αν γίνεται και μια διαίρεση σε δυο κολπίδια. Εκείνο που έχει σημασία είναι, ότι το πρόσθιο άκρο τού κολπίδιου βρίσκεται εκεί όπου κατευθυνόταν αρχικά το ρεύμα. Ο μικροοργανισμός κολυμπάει προς την κατεύθυνση τού αρχικού πλασματικού ρεύματος (21 : 4). Αυτό το ρεύμα έχει αποκτήσει μια μορφή οργονόματος. Όταν τώρα αρχίσει η κίνηση μέσα στο χώρο, το εσωτερικό ρεύμα σταματά και το ζώο κινείται προς τα μπρος, σαν ένα σύνολο, σε γραμμές ελαφρά καμπύλες. Η καμπύλη της πορείας μετακίνησης είναι ταυτόσημη με την καμπύλη της «ράχης», όπως απεικονίζεται στα εκ τού φυσικού σχέδια (εικ. 21).
Ας συνοψίσουμε τις διαδικασίες του έμβιου οργονόματος.
- Η εσωτερική κινητικότητα τροφοδοτείται από την κυματοειδή παλλόμενη οργονική ενέργεια, που είναι παγιδευμένη σ’ ένα μεμβρανώδη «σάκο».
- Η κίνηση της οργονικής ενέργειας ευθύνεται για την εσωτερική κινητικότητα της συγκροτημένης βιοντικής ουσίας.
- Στο μέτρο που η εσωτερική κίνηση της οργόνης περιορίζεται απ’ τη μεμβράνη, δημιουργείται μια καμπύλη πορεία του πλασματικού ρεύματος, στην όποια αναγνωρίζουμε το οργόνομα.
- Το «ενεργειακό» οργόνομα οδηγεί στο σχηματισμό τού υλικού οργονόματος. Η μορφή των οργάνων αντανακλά τη μορφή της αρχικής κίνησης της ενέργειας.
- Υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στην κίνηση της οργονοενέργειας και την έντονα τεντωμένη μεμβράνη. Η μεμβράνη εκτρέπει απότομα προς τα πίσω την αρχικά πρόσθια κίνηση του ρεύματος. στο μέτρο που αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις καμπυλώσεις της κύστης, τα ρεύματα συγκλίνουν προς το κέντρο και παράγουν έτσι μια διαίρεση της κύστης σε τέσσερα δομικά οργονόματα.
- Από τη στιγμή που θα ολοκληρωθεί η διαίρεση αυτή, παρατηρούμε το χωρισμό και την τοπική πρόσθια κίνηση των επί μέρους οργονομάτων. Η τοπική κίνηση ακολουθεί καμπύλη τροχιά — μια κίνηση με εναλλασσόμενα μεγάλα και μικρά ημικύματα. Η κίνηση «απομάκρυνσης από το κεντρικό σημείο» υπαγορεύεται προφανώς απ’ την κατεύθυνση των οργονοτικών ωθήσεων. Είναι καμπύλη, αναφορικά με τη «ράχη». Το πρόσθιο άκρο βρίσκεται πάντα στην κατεύθυνση του αρχικού οργονοτικού ρεύματος.
Οργονοτική υπέρθεση
Για να συνοψίσουμε: η ειδική μορφή του οργονόματος της έμβιας ύλης και των οργάνων της, απορρέει από μια αντίθεση ανάμεσα στην απαλλαγμένη από μάζα οργονική ενέργεια και στην παγιωμένη οργόνη που έχει γίνει μεμβρανώδης ύλη. Η απαλλαγμένη από μάζα οργόνη αγωνίζεται πάντοτε να διαρρήξει τον κλοιό της μεμβράνης. Το βιοενεργειακό οργόνομα είναι, εκτεταμένο και ανοιχτό· το υλικό οργόνομα είναι κλειστό. Στο μέτρο που τα κύματα της διέγερσης του βιοενεργειακού οργονόματος κινούνται μέσα στα όρια του κλειστού υλικού οργονόματος, ασκούν αναγκαστικά πιέσεις ενάντια στο φράγμα της μεμβράνης, όπως φαίνεται στο ακόλουθο σχέδιο:
Αυτό δημιουργεί μια έκταση του οργονόματος, στην όποια αναγνωρίζουμε τη βάση κάθε είδους ανάπτυξης, ιδιαίτερα όπως παρουσιάζεται στην έκταση του γαστρίδιου, καθώς γίνεται το τυπικά επιμηκυμένο έμβρυο ενός πολυκύτταρου οργανισμού (μετάζωο).
Η λειτουργία της ανάπτυξης αντιστοιχεί στη διαστολή των μεμβρανών τού κλειστού οργονόματος.
Το γεγονός, ότι αυτό συνεπάγεται πράγματι διασταλτικές λειτουργίες της απαλλαγμένης από μάζα οργονικής ενέργειας, μπορεί να φανεί από τις καμπύλες προεκβολές, που αποτελούν την αρχή σχηματισμού κάθε νέου οργάνου, στο έμβρυο όλων των ζωικών ειδών. Οι εμβρυακές προεκβολές παρουσιάζουν και πάλι την τυπική μορφή τού οργονόματος.
Η ελαστικότητα της μεμβράνης του διαμορφωμένου σώματος και η παρουσία η απουσία σκελετού, προσδιορίζουν το ποσό της αρχικής κίνησης στροβιλισμού του βιοενεργειακού οργονόματος, που είναι ξεκάθαρα φανερό. Όμως, ακόμα κι εκεί, όπου ένας τέλεια αναπτυγμένος σκελετός και μια εκτεταμένη μυϊκή δομή εμποδίζουν την εξωτερική εμφάνιση των κυμάτων της διέγερσης, υπάρχει πάντα η ρυθμική διέγερση και ο παλμός του ρεύματος της κυκλοφορίας του αίματος, καθώς και η διέγερση τού οργονοτικού ρεύματος η πλάσματος, που γίνονται υποκειμενικά αντιληπτά. Αναφορικά με το ανακλαστικό τού οργασμού, η πρωταρχική μορφή της κίνησης τού βιοενεργειακού οργονόματος είναι αλάθητα αισθητή, στο μέτρο που κυριεύει ολόκληρο τον οργανισμό.
Διακρίνουμε τα ακόλουθα είδη ΥΠΕΡΘΕΣΗΣ:
Η υπέρθεση δυο κλειστών οργονομάτων αποτελεί τη βιοενεργειακή βάση για την υπέρθεση δύο οργανισμών κατά τη διάρκεια της συνουσίας, (πρβ. εικ. 25). στη διαδικασία αυτή, τα έντονα διεγερμένα άκρα της ουράς διεισδύουν σωματικά το ένα στο άλλο. Τα δυο οργονόματα συγχωνεύονται βιοενεργειακά για να σχηματίσουν ένα μοναδικό, έντονα φορτισμένο, ενεργειακό σύστημα. Χαρακτηριστικό για την ομοιογένεια όλων των διαδικασιών του έμβιου χώρου, είναι το γεγονός, ότι οι ενεργειακές λειτουργίες της διέγερσης, της υπέρθεσης, της αλληλοδιείσδυσης, και της σύντηξης, επαναλαμβάνονται στις ίδιες λειτουργίες των κυττάρων αναπαραγωγής. για το λόγο ότι, κατά τη διάρκεια της συνουσίας, τα σπερματοζωάρια και τα ωάρια συνεχίζουν τη λειτουργία της υπέρθεσης και σύντηξης τού αρσενικού και τού θηλυκού οργονόματος, μολονότι η διαίρεση των έμβιων οργονομάτων σε αρσενικά και θηλυκά μέρη παραμένει μυστήριο, ακόμα και από τη σκοπιά της οργονοφυσικής.
Ας προσπαθήσουμε τώρα ν’ αντιληφθούμε την εκφραστική κίνηση του ανακλαστικού του οργασμού, με βάση το οργόνομα, σαν τη θεμελιακή βιοφυσική μορφή έμβιας ύλης.
Δεν μπορεί να είναι η λειτουργία του ανακλαστικού του οργασμού, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από καθαρά τελεολογική άποψη, εκείνη που μεταφέρει το αρσενικό σπέρμα στο θηλυκό γεννητικό όργανο. Το ανακλαστικό του οργασμού συμβαίνει ανεξάρτητα απ’ την εκσπερμάτωση, γιατί το βρίσκουμε ακόμα και στο έμβρυο — στην τυπική πρόσθια θέση και στο σπασμό του άκρου της ουράς· στη λικνιστική, βιοενεργειακή πρόσθια κίνηση του άκρου της ουράς πολλών εντόμων, όπως οι σφήκες, οι μέλισσες και οι αγριομέλισσες, καθώς και στη συνηθισμένη στάση της λεκάνης και των πίσω ποδιών των σκύλων, των γάτων, και των ζώων που έχουν οπλές. Αυτά τα παραδείγματα πρέπει ν’ αποτελούν επαρκή απόδειξη, για το ότι, το ανακλαστικό τού οργασμού έχει μια πολύ γενικότερη ζωική λειτουργία από την απλή γονιμοποίηση. Οι μηχανιστικές και τελεολογικές ερμηνείες δεν λειτουργούν σ’ αυτό τον τομέα· είναι υπερβολικά στενές και δεν αγγίζουν την καρδιά του θέματος.
Ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τη λειτουργία του ανακλαστικού του οργασμού με βάση την εκφραστική του κίνηση.
Το ζωντανό οργόνομα, είτε αυτό είναι έμβρυο, είτε έντομο, είτε ένα ζώο με ανώτερη οργάνωση, χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από τα ακόλουθα:
Πρώτο, η τοπική πρόσθια κίνηση εξελίσσεται απαράλλαχτα και με λογική συνέπεια προς την κατεύθυνση του μεγαλύτερου και πλατύτερου πρόσθιου άκρου. Δεύτερο, τα γεννητικά όργανα είναι πάντοτε και με λογική συνέπεια τοποθετημένα στην κοιλιακή πλευρά, κοντά στο άκρο της ουράς. Τρίτο, σε μια κατάσταση οργονοτικής διέγερσης του οργονόματος, το γεννητικό όργανο διαστέλλεται, με τη στύση, προς την κατεύθυνση της τοπικής πρόσθιας κίνησης. Τέταρτο, οι κινήσεις που προξενούν την αλληλοδιείσδυση και την ένωση των αρσενικών και θηλυκών γεννητικών οργάνων, σπρώχνουν ολόκληρο το άκρο της ουράς προς τα μπρος μ’ ένα έντονα ενεργητικό τρόπο (πρθ. εικ. 24).
Τα βιολογικά αυτά φαινόμενα, ισχύουν γενικά για το ζωικό βασίλειο, εκτός από την περίπτωση των ειδών εκείνων, που έχουν εξελιχτεί, ελάχιστα πέρα απ’ το στάδιο της πρωτόγονης μορφής του οργονόματος της μέδουσας. Μολονότι φαίνονται πολύ απομακρυσμένα, ωστόσο, υπάρχει μια στενή λειτουργική διασύνδεση. Μπορούμε να την ανακαλύψουμε, αν οδηγηθούμε και πάλι από τη διαδικασία της οργονοτικής διέγερσης.
Η μορφή και η θέση των σπονδύλων στα σπονδυλωτά αποκαλύπτει την κατεύθυνση των κυμάτων της οργονοτικής διέγερσης κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης: αυτά ξεκινούν πάντα από το άκρο της ουράς και κινούνται κατά μήκος της κυρτωμένης ράχης προς το άκρο του κεφαλιού. Ακολουθούν την ίδια επίσης κατεύθυνση κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του οργανισμού. Αυτό μπορεί να βιωθεί υποκειμενικά, όταν ρίγη ηδονής η φόβου διαπερνούν τη ράχη κάποιου. Μπορούμε να δούμε τη γούνα ορισμένων ζώων, να «σηκώνεται όρθια» εξαιτίας της συστολής των ανορθωτήρων των τριχών, προς την κατεύθυνση κίνησης τού οργονοτικού ρεύματος, γέρνοντας μπροστά.
Όπως μπορούμε να δούμε στο σχέδιο (εικ. 24), ολόκληρη η ράχη κυρτώνεται ελαφρά κι έρχεται έτσι σε αρμονία με την καμπύλη τροχιά των οργονοτικών κυμάτων. Υποτίθεται, ότι η καμπύλη της τροχιάς του κύματος είναι εκείνη, που καθορίζει την καμπύλη της ράχης κι όχι αντίστροφα. Από τη στιγμή, όμως, που σχηματίζεται το υλικό κλειστό οργόνομα, περιορίζει τα βιοενεργειακά κύματα της διέγερσης και τ’ αναγκάζει να εκτραπούν απ’ την αρχική τροχιά της προεκτεινόμενης πορείας τους. Ο γενικός προς τα μπρος σχηματισμός των δευτερογενών προεκβολών, κατά τη διάρκεια ανάπτυξης του εμβρύου, είναι πιθανό ότι συνδέεται μ’ αυτή τη διαδικασία. Το ουσιαστικό σημείο εδώ είναι η αντίθεση ανάμεσα στο υλικό και ο βιοενεργειακά οργόνομα. Η μεμβράνη του υλικού οργονόματος επιστρέφει από το πρόσθιο άκρο, στο άκρο της ουράς, σχηματίζοντας μια χαρακτηριστικά πλατιά καμπύλη. στο ζωικό έμβρυο, η καμπύλη του οργονόματος στρέφεται, στο μέρος του λαιμού, προς το κέντρο του σώματος, μετά απομακρύνεται απ’ αυτό, όταν πλησιάζει το στήθος. Η καμπύλη τού οργονόματος σπρώχνει τα κύματα της διέγερσης προς τα πίσω, προς το άκρο της ουράς. ένα μέρος της οργονοτικής διέγερσης είναι φανερό ότι παρεκκλίνει πράγματι προς το άκρο της ουράς, ένα άλλο όμως μέρος πιέζει το πρόσθιο μέρος της μεμβράνης, προς την κατεύθυνση των αρχικών κυμάτων διέγερσης του βιοενεργειακού οργονόματος.
Όσο οι κατευθύνσεις του υλικού και του βιοενεργειακού οργονόματος βρίσκονται σε αρμονία, δεν υπάρχουν νέοι σχηματισμοί και καμιά κατεύθυνση κίνησης του συνόλου. Η οργόνη του σώματος δεν πιέζει προς τα έξω, απ’ το σάκο του οργονόματος. Επομένως, δεν σχηματίζονται όργανα κατά μήκος της ράχης των ζώων και κανένα είδος προεκβολής, αλλά ούτε υπάρχει καμιά κίνηση προς την κατεύθυνση της ράχης, ούτε ανάπτυξη. Οι καμπούρες στην πλάτη της καμήλας η τα ραχιαία πτερύγια ορισμένων ψαριών είναι εξαιρέσεις, που μένει να εξηγηθούν.
Η ανάπτυξη στον κατακόρυφο (επιμήκη) άξονα και η τοπική πρόσθια κίνηση εμφανίζονται έτσι, σαν λειτουργίες της οργονοενέργειας του σώματος, το αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να διαρρήξει τον περιοριστικό σάκο της μεμβράνης. Η μεμβράνη «πάει μαζί», δηλαδή, διαστέλλεται και σχηματίζει έτσι τους προεξέχοντες σάκους των οργάνων στην αρχική τους κατάσταση.
Αντίθετα με τη ράχη, όπου τα υλικά και τα βιοενεργειακά οργονόματα βρίσκονται σε αρμονία, στο πρόσθιο άκρο, στην κοιλιακή πλευρά, βρίσκουμε ένα πλήθος σχηματισμούς από όργανα διάφορων ειδών: το θολωτό μέτωπο, τη μύτη η το ρύγχος, το πηγούνι, τους μαστούς, τα άκρα και τα γεννητικά όργανα. Αν τώρα η λειτουργική μας θεώρηση τού σχηματισμού των οργάνων έχει γενική ισχύ, τα όργανα που σχηματίζονται από προεκβολές μεμβρανών, πρέπει πάντα να προκύπτουν στην κοιλιακή πλευρά, όπου η κατεύθυνση τού ρεύματος της βιολογικής ενέργειας εκτρέπεται απ’ την κανονική της πορεία, δηλαδή, όταν η οργόνη του σώματος «προσπαθεί να διαρρήξει το σάκο» (βλ. εικ. 24).
Βλέπουμε στο σχήμα μας, ότι η εξέλιξη της μεμβράνης στην κοιλιακή πλευρά πηγαίνει, πράγματι, αντίθετα προς την αρχική κι αληθινή κατεύθυνση των οργονικών κυμάτων. Συνεπώς, ολοένα ξαναβρίσκουμε, σε σχεδόν κανονικά διαστήματα— όπως στη διάταξη των άκρων και των θηλών των μαστών — μια ρυθμικά επαναλαμβανόμενη τάση για διάρρηξη. Η αντίφαση αυτή, ανάμεσα στη μεμβράνη και το ενεργειακό κύμα, φτάνει στο κορύφωμά της στο άκρο της ουράς. Το άκρο της ουράς είναι μυτερό και προεξέχει· το υλικό οργόνομα κινείται απότομα και πάλι προς τα μπρος, προς την κατεύθυνση της πρόσθιας κίνησης των κυμάτων διέγερσης.
Η ισχυρή πρόσθια προώθηση του άκρου της ουράς μεταξύ των ζώων, βασισμένη στο συγκεντρωμένο οργονοτικό κύμα της διέγερσης, που πιέζει προς τα έξω, εξηγεί τη «γενετήσια διέγερση» και το ανακλαστικό του οργασμού μ’ ένα ικανοποιητικό και πιθανώς ολοκληρωμένο τρόπο. Η συντριπτική πίεση της οργονοτικής διέγερσης στο προεξέχον και στενότερο άκρο της ουράς και ιδιαίτερα στα λιγότερο εκτεταμένα γεννητικά όργανα, εξηγείται από τη συγκέντρωση οργονοκυμάτων σ’ ένα στενό χώρο. ‘Η οργονική ενέργεια, καθώς παρεκκλίνει απ’ το κεφάλι προς την ουρά, δηλαδή, αντίθετα προς τη φυσική της κατεύθυνση, πιέζει προς το γεννητικά όργανο, με την αρχική πρόσθια κατεύθυνση, διεγείροντάς το και προκαλώντας τη στύση.
Μπορούμε τώρα να εξηγήσουμε τη συνουσία των ζώων από μια λειτουργική βιοενεργειακή, δηλαδή, οργονομική άποψη. Η οργόνη πού, συγκεντρωμένη στο γεννητικό όργανο, πιέζει προς τα μπρος, δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τη μεμβράνη. Μόνο ΜΙΑ πιθανότητα υπάρχει για ροή προς την επιθυμητή κατεύθυνση — σύντηξη μ’ ένα δεύτερο οργανισμό, με τέτοιο τρόπο, ώστε η κατεύθυνση της διέγερσης του δεύτερου οργανισμού να ταυτίζεται με την κατεύθυνση των οργονοκυμάτων στον πρώτο. Αυτή η διαδικασία γίνεται κατορθωτή στην πράξη, κατά την οργονοτική υπέρθεση, όπως δείχνει το σχέδιο (εικ. 25). Βλέπουμε ότι, με την υπέρθεση των δυο οργονομάτων και την αλληλοδιείσδυση των γεννητικών οργάνων, το συμπιεσμένο κι επομένως «ανίσχυρο» άκρο της ουράς, μπορεί ν’ αφήσει τα οργονοτικά του κύματα διέγερσης να ρεύσουν προς τη φυσική κατεύθυνση, χωρίς να ’ναι υποχρεωμένο να τα σπρώξει προς τα πίσω απότομα, κι ακόμα ότι, ο χώρος όπου τα κύματα αυτά μπορούν να διατρέξουν την πορεία τους, πλαταίνει.
Η υπόθεσή μας, σύμφωνα με την όποια το ανακλαστικό τού οργασμού δεν έχει κανένα άμεσο γλωσσικό νόημα, είναι σωστή. Η λειτουργία του βρίσκεται πέρα από τη γλώσσα, ωστόσο εκφράζει κάτι συγκεκριμένο: η υπέρθεση ακολουθεί την οργονοτική αλληλοδιείσδυση. Οι προοργασμικές κινήσεις του σώματος και κυρίως οι οργασμικοί σπασμοί αντιπροσωπεύουν τις έντονες προσπάθειες της απαλλαγμένης από μάζα οργόνης των δυο οργανισμών, να έρθουν σε σύντηξη μεταξύ τους, να επεκταθούν ο ένας μέσα στον άλλο.
Είπα προηγούμενα, πως το βιοενεργειακό οργόνομα προσπαθεί να επεκταθεί πάντα, πέρα απ’ το πεδίο τού υλικού οργονόματος. Καθώς η ενέργεια του ενός οργανισμού ρέει μέσα στο ενεργειακό σύστημα του δεύτερου, η απαλλαγμένη από μάζα οργονοενέργεια καταφέρνει, πράγματι, να ξεπεράσει τα όρια του υλικού οργονόματος, δηλαδή του οργανισμού και, αφού συγχωνευθεί μ’ ένα άλλο οργονοτικό σύστημα έξω απ’ το δικό της, συνεχίζει να ρέει. Σ’ αυτά, λαμβάνεται υπόψη η τάση να επεκταθεί, να πλατύνει η περιοχή επίδρασης της απαλλαγμένης από μάζα οργονικής ενέργειας. στην κορύφωση της διέγερσης, μεγάλες ποσότητες ενέργειας ρέουν πραγματικά προς τα έξω, μαζί με ουσίες των γεννητικών οργάνων. Η διαδικασία αυτή συνδέεται με μια υποκειμενική αίσθηση «ανακούφισης», «απελευθέρωσης» η «ικανοποίησης». στο μέτρο που η γλώσσα αντανακλά τη λειτουργία της βιοενεργειακής διαδικασίας, οι λέξεις αυτές εκφράζουν ακριβώς, αυτό που συμβαίνει.
Η οργασμική λαχτάρα, που παίζει έναν τόσο τεράστιο ρόλο στη ζωή των ζώων, φαίνεται τώρα, να εκφράζει αυτή την «προσπάθεια πέρα όσιό τον εαυτό του καθενός», αυτό τον «πόθο» να ξεφύγει κανείς από τα στενά όρια του οργανισμού του. Ίσως εδώ βρίσκεται η απάντηση στο γρίφο, γιατί η ιδέα του θανάτου αντιπροσωπεύεται τόσο συχνά στον οργασμό. Και στο θάνατο επίσης, η βιολογική ενέργεια ξεπερνά τα όρια του υλικού σάκου, στον όποιο είναι φυλακισμένη. έτσι, η παράλογη θρησκευτική ιδέα του «ελευθερωτή θανάτου», της «σωτηρίας στην άλλη ζωή», βρίσκει την αληθινή της βάση. Η λειτουργία που πραγματοποιείται με τον οργασμό, στον οργανισμό που λειτουργεί φυσικά κατά τη σεξουαλική υπέρθεση, φαίνεται στους θωρακισμένους οργανισμούς σαν η αρχή της Νιρβάνα η ή μυστικιστική ιδέα της σωτηρίας. Ο θρησκευόμενος θωρακισμένος οργανισμός αυτό το εκφράζει άμεσα: θέλει να «ελευθερώσει την ψυχή από τη σάρκα». Η «ψυχή» αντιπροσωπεύει την οργονοτική διέγερση, η «σάρκα» τους γύρω περιοριστικούς ιστούς. Η Ιδέα της «αμαρτωλής σάρκας» δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτά τα γεγονότα. Αποτελεί έναν αμυντικό μηχανισμό μέσα στην πορνογραφική δομή του ανθρώπινου ζώου.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να τονίσουμε την απλότητα των λειτουργικών νόμων της έμβιας φύσης, σαν ένα απ’ τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Λειτουργίες τόσο διαφορετικές η μια απ’ την άλλη, όπως είναι η ανάπτυξη, η μετακίνηση και η γενετήσια διέγερση, μπορούν ν’ αναχθούν στον κοινό παρονομαστή της σχέσης, ανάμεσα στην απαλλαγμένη από μάζα οργονική ενέργεια και στην οργονική ενέργεια, που έχει γίνει ύλη. Οι παραλλαγές της λειτουργικής αυτής ταύτισης (κοινή λειτουργική αρχή) προκύπτουν δευτερογενώς, με βάση το μέρος του οργανισμού στο όποιο εμφανίζεται η σχέση αυτή. Το πλάτος του μεμβρανώδη σάκου και η θέση του (στο μπροστινό η στο πίσω άκρο) υπαγορεύει το είδος της ενέργειας, με το όποιο θα εκφραστεί η παρέκκλιση του οργονοτικού ρεύματος, δηλαδή, αν θα είναι ενέργεια ανάπτυξης η σεξουαλική. Λειτουργικά όμως ιδωμένες, όλες οι συνεπαγόμενες λειτουργίες της έμβιας ύλης έχουν τις ρίζες τους στην πρωταρχική αντίφαση, ανάμεσα στο υλικό και στο βιοενεργειακό οργόνομα. με βάση την αντίφαση αυτή της έμβιας ύλης, μπαίνει κανείς στον πειρασμό ν’ ανιχνεύσει ακόμα και τις συνδέσεις, που διαμορφώνουν τη μετάβαση προς τις «ανώτατες» αντιφάσεις, ανάμεσα στην «υλιστική» και «πνευματοκρατική» φιλοσοφία.
Ένα τέτοιο όμως εγχείρημα ξεπερνά την αρμοδιότητα της έρευνας αυτής και πρέπει να το αφήσουμε για περισσότερη διερεύνηση·
Θα ξανασυναντήσουμε τη λειτουργία της οργονοτικής υπέρθεσης στους φυσικούς χώρους της βιοχημείας και της αστροφυσικής. Γιατί, εκείνο που συνδέει το ζωντανό οργανισμό με τη φύση που τον περιβάλλει, είναι η οργονοτική υπέρθεση. Η έμβια ύλη ξεπήδησε από την ανόργανη φύση, σαν μια ειδική παραλλαγή και, με την υπέρθεσή της, ταυτίζεται μαζί της λειτουργικά. Απ’ αυτό το σημείο, το μονοπάτι οδηγεί στην οργονομετρική διερεύνηση της λειτουργικής αρχής της φύσης per se.
[1] Βλ. Η Βιοπάθεια του Καρκίνου.
.