Στο ερώτημα αυτό έχουν δοθεί δυο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις, η πρώτη από τους ένθερμους υποστηρικτές των θεωριών του Βίλχελμ Ράιχ, που τον θεωρούν ως ένα ενορατικό και ιδιοφυή ριζοσπαστικό και πρωτοπόρο επιστήμονα, και η δεύτερη από τους επικριτές του, που τον έχουν κατατάξει στη χορεία των διανοητικά και ψυχικά διαταραγμένων τσαρλατάνων.
Ενώ είναι προφανές το είδος των απαντήσεων που έδωσαν οι δύο αυτές ομάδες, θα ήταν μάλλον σκόπιμο και χρήσιμο να εξετάσει κανείς τα ιστορικά, κοινωνικά και επιστημονικά δεδομένα, τόσο της εποχής του Ράιχ όσο και της σύγχρονης, προκειμένου να κατανοήσει και να αιτιολογήσει επαρκώς τους λόγους και τα κίνητρα που οδήγησαν σε δυο τόσο αντικρουόμενες εκτιμήσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, σίγουρα ξεφεύγει από την ουσία του ερωτήματος που θέσαμε στην αρχή και ίσως μας απασχολήσει κάποια άλλη φορά. Για να μπορέσει όμως κανείς να πάρει μια υπεύθυνη θέση στο ζήτημα θα πρέπει πρώτα να έχει μια σαφή και ολοκληρωμένη αντίληψη τόσο του τι θεωρείται ως Οργονομία, όσο και τι ορίζουμε ως επιστήμη σήμερα. Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να συμπεριλάβουμε στην έρευνά μας τον σύγχρονο προβληματισμό των φιλοσόφων της επιστήμης και των επιστημολόγων σχετικά με τη διάκριση ανάμεσα στην αυθεντική, γνήσια επιστήμη και την «ψευδο-επιστήμη».
Η Οργονομία
Ο Ράιχ ονόμασε Οργονομία την πειραματική και θεωρητική έρευνα της οργόνης και των λειτουργιών της. Το εργαλείο της θεωρητικής του έρευνας ήταν η τεχνική του οργονομικού λειτουργισμού, όπως ο ίδιος αποκάλεσε τη μέθοδο της συλλογιστικής του, η οποία όφειλε να είναι πλήρως εναρμονισμένη και να αντανακλά τον τρόπο που λειτουργεί η ίδια η φύση. Ως οργόνη ονόμασε ένα άυλο και ενεργειακής υπόστασης συμπαντικό, πρωτογενές και πρωταρχικό «υπόστρωμα» από το οποίο, όπως πίστευε, προέρχονται τόσο όλες οι γνωστές και δευτερογενείς μορφές της ενέργειας που περιγράφει η σύγχρονη φυσική, όσο και η μάζα. Ο όρος οργόνη προήλθε από την κοινή ρίζα των λέξεων οργανισμός και οργασμός, επειδή στο συμπέρασμά της ύπαρξής της κατέληξε με αφετηρία τις μελέτες του περί της φύσης και σημασίας του οργασμού στη λειτουργικότητα του ανθρώπινου οργανισμού. Θεώρησε ότι η λίμπιντο του Φρόιντ δεν είναι απλώς μια θεωρητική ιδέα αλλά μια υπαρκτή βιολογική ενέργεια που θα μπορούσε να μετρηθεί και πως η λειτουργία του οργασμού έπαιζε τον καθοριστικό ρόλο του ενεργειακού ρυθμιστή της ισορροπίας της (βλ. Βιογραφία ΒΡ: Ο Ράιχ, ο Φρόιντ και η Λίμπιντο – 1918-1934). Ο ίδιος έλεγε πως η πιο σημαντική ανακάλυψή του ήταν η λειτουργία του οργασμού και πως όλα τα υπόλοιπα ήταν λογική απόρροια της ανακάλυψής του αυτής.
Στην προσπάθειά του να αποδείξει τους ισχυρισμούς του κατέγραψε πειραματικά τις υποκειμενικές αισθήσεις άγχους και ηδονής και απέδειξε τη λειτουργική τους ταύτιση με τη ροή της βιολογικής ενέργειας του οργανισμού, καταδεικνύοντας έτσι τη βιοφυσική προέλευση των αισθήσεων και των συναισθημάτων και τη σύνδεσή τους με το αυτόνομο νευρικό σύστημα (ΑΝΣ) που διαχειρίζεται και εξισορροπεί τη βιολογική ενέργεια του οργανισμού (βιοενέργεια) και τη λειτουργικότητά της μέσω του οργασμού. (Βλ. Βιογραφία ΒΡ: Βιοηλεκτρικά πειράματα, βιόντα, ανακάλυψη οργόνης – 1934-1939). Αντιλήφθηκε τη σεξουαλική ενέργεια ως μια «ειδική» έκφραση της βιοενέργειας του οργανισμού και όταν, τέλος, παρατήρησε την ακτινοβολία των βιόντων, που εξουδετέρωνε βακτήρια και καρκινικά κύτταρα, και λίγο αργότερα (1940) την παρουσία ενέργειας στην ατμόσφαιρα θεώρησε ότι πρόκειται για εκδηλώσεις της ίδιας ενέργειας (οργόνης) που διαρρέει και περιβάλλει τόσο την άβια όσο και τη ζώσα ύλη και διέπει τις λειτουργίες τους.
Μια ιδιαιτερότητα της προσέγγισης του Ράιχ ήταν ότι στο πεδίο της οργονικής έρευνας (πειραματικής και θεωρητικής) έθεσε ως απαραίτητη προϋπόθεση την υγιή (αθωράκιστη) λειτουργικότητα του αισθητηριακού αντιληπτικού βιοσυστήματος του πειραματιζόμενου και του σκεπτόμενου θεωρητικά ερευνητή. Επιπλέον, θεώρησε τη συμμετοχή και ανταπόκρισή του στη διενεργούμενη πειραματική διαδικασία ως ένα αναπόσπαστο και οργανικά εξαρτημένο μέρος της που από μόνο του αποτελούσε ένα νέο πεδίο έρευνας. Παραδείγματος χάρη, η αμοιβαία διέγερση δύο αλληλεπιδρώντων ενεργειακών συστημάτων (και ο ερευνητής μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο) δημιουργεί νέες συνθήκες ενεργειακής ισορροπίας ή αστάθειας μεταξύ τους, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν ποιοτικά την αντίδραση των συστημάτων και καθορίζουν την περαιτέρω εξέλιξη της αλληλεπίδρασής τους. Στις θετικές επιστήμες, που τα μαθηματικά αποτελούν τα θεωρητικά τους θεμέλια και τα πραγματολογικά τους συμπεράσματα βασίζονται στις ενδείξεις των οργάνων, είναι προφανές ότι αυτή η στάση απορρίπτεται εκ προοιμίου ως ακραία αντιεπιστημονική. Ωστόσο ο Ράιχ, ίσως αντιλαμβανόμενος τη λογικότητα αυτών των αιτιάσεων, προσπάθησε και κατόρθωσε να αποδείξει ότι η υποκειμενική αισθητηριακή αντιληπτικότητα, ενώ ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο ανάλογα με το επίπεδο της βιοψυχικής του υγείας, δεν είναι αυθαίρετη και ανεξάρτητη από την πραγματικότητα αλλά αντιστοιχεί σε εξειδικευμένες βιοηλεκτρικές διεργασίες που προσδίδουν αντικειμενική βάση στην υποκειμενικότητα και η εκτίμησή τους επιτρέπει την αντικειμενική αξιολόγηση του αντιληπτικού μηχανισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναβάθμισε τον ρόλο του πειραματιζόμενου και από απλό παρατηρητή και καταγραφέα των ενδείξεων των επιστημονικών οργάνων τον μετέτρεψε σε ενεργό υποκείμενο που επηρεάζει και επηρεάζεται από το διενεργούμενο πείραμα χωρίς αυτό να αίρει την επιστημονική του εγκυρότητα.[1] Έτσι, π.χ., οι αισθήσεις μέσα στον συσσωρευτή οργόνης (ΣΥΣΟΡ) δεν απορρίπτονται εξαρχής ως μη αποδεκτές επιστημονικά και μη αξιοποιήσιμες, επειδή απλώς είναι «υποκειμενικές», αλλά θεωρούνται ως ενδείξεις της βιολογικής του επίδρασης, επειδή ακριβώς μπορούν να επιβεβαιωθούν τόσο εργαστηριακά (π.χ. με το Τεστ Αίματος Ράιχ[2]) όσο και κλινικά με καταγραφή των ζωτικών λειτουργιών του οργανισμού (αριθμός σφίξεων, ρυθμός αναπνοής, θερμοκρασία) εντός του ΣΥΣΟΡ.[3]
Από το παράδειγμα που αναφέραμε, καθίσταται αντιληπτό ότι η υγιής λειτουργικότητα του πειραματιζόμενου αποτελεί καθοριστικό παράγοντα εκτίμησης της εγκυρότητας των παρατηρήσεών του και της «επιστημονικότητας» των κρίσεων και αποφάσεών του. Προφανώς, εδώ υπεισέρχεται ένα λεπτό και κρίσιμο ζήτημα από το οποίο εξαρτάται τόσο η κατάταξη της οργονομίας στον χώρο της επιστήμης όσο και η απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει η οργόνη ή δεν είναι παρά ένα κίβδηλο και απατηλό, ψευδοεπιστημονικό εφεύρημα. Πώς να επιβεβαιώσει κάποιος την ύπαρξη της οργόνης αν λόγω της θωράκισής του δεν αισθάνεται τη ροή της στο σώμα του; Αρκεί μόνο να διαβάσει τις ενδείξεις των επιστημονικών οργάνων που την καταγράφουν ή να ερμηνεύσει μαθηματικές εξισώσεις καθολικής αποδοχής που να καταδεικνύουν την οντότητά της; Μήπως οι περιορισμοί της θωράκισης και ο τρόμος του ζωντανού και της αδιατάρακτης λειτουργικότητάς του θα αποτρέψουν τη σωστή αποκωδικοποίηση της πειραματικής εμπειρίας; Μήπως, πάλι, η περιορισμένη βιοπλασματική κινητικότητα του θωρακισμένου ανθρώπου του στερεί τη δυνατότητα να σχεδιάζει απλά και ευφυή πειράματα και πειραματικά όργανα που θα του επιτρέψουν να «συλλάβει» την οργόνη;
Επιστήμη και φιλοσοφία της επιστήμης
Πριν επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τι θεωρείται επιστήμη σήμερα θα πρέπει να σταθούμε για λίγο στη διάκριση μεταξύ των φυσικών και των ανθρωπιστικών επιστημών και να εστιάσουμε στις ποιοτικές τους διαφορές. Ως φυσική επιστήμη ορίζεται η τεκμηριωμένη και συστηματοποιημένη γνώση του φυσικού κόσμου, της οποίας το κύρος αποκτήθηκε και ελέγχθηκε με τον κριτικό έλεγχο των ορίων τόσο των πηγών της όσο και των κριτηρίων της. Ωστόσο, κάποιοι φιλόσοφοι αμφισβήτησαν τα όρια της ανθρώπινης γνώσης εφόσον αυτή περιορίζεται από την ανθρώπινη εμπειρία. Άλλοι πάλι, όπως ο Παρμενίδης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ντεκάρτ, ο Χέγκελ θεώρησαν ότι ήταν δυνατό να υπάρξει πλήρης, ασφαλής και έγκυρη γνώση είτε μέσω του λόγου (Πλάτων, Ντεκάρτ) είτε μέσω της νόησης (Παρμενίδης), είτε μέσω των ιδεών (Πλάτων) είτε, τέλος, μέσω της επιστήμης (Αριστοτέλης).
Η επιστήμη, κατά τον Αριστοτέλη, βασίζεται σε αρχές που προσδιορίζουν τη μέθοδό της. Το ζήτημα που τίθεται είναι πώς συλλαμβάνονται αυτές οι αρχές (ή αξιώματα). Κατά τον Popper αρχικά αυτές συλλαμβάνονται ενορατικά ως υποθέσεις ενώ στη συνέχεια ελέγχονται επαγωγικά, αλλά όχι μόνο, αν είναι αληθείς ή ψευδείς. Η γνώση είναι ορθολογική και επομένως επιστημονική, υποστηρίζει o Popper, μόνο όταν μπορεί να υποβάλλεται σε διυποκειμενικό και πειραματικό έλεγχο. Η δυνατότητα κριτικού ελέγχου εξασφαλίζει το ενδεχόμενο διάψευσής της με αποτέλεσμα κάθε γνήσια ή αληθής επιστημονική πρόταση να ενδέχεται μελλοντικά να αντικατασταθεί από μια νέα, πληρέστερη, η οποία με τη σειρά της κάποια στιγμή θα έχει την ίδια τύχη με εκείνη που αντικατέστησε (αρχή διαψευσιμότητας). Έτσι η διαψευσιμότητα της επιστημονικής γνώσης γίνεται κριτήριο της ορθολογικότητας και αντικειμενικότητάς της και αυτό που τη διαχωρίζει από τις ψευδοεπιστήμες και τη μεταφυσική. Οι επιστημονικές θεωρίες θα πρέπει, συνεχίζει ο Popper, να παραμένουν πάντα υποθέσεις γιατί δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι στις εμπειρικές επιστήμες (θετικές) που να πείθουν ότι οι αποδείξεις που διαθέτουμε επιβεβαιώνουν τελεσίδικα την αλήθεια μιας θεωρίας. Αυτό που σίγουρα υπάρχει είναι οι αναιρέσεις της, ενώ όταν αυτές εκλείπουν τότε η θεωρία δεν είναι επιστημονική. Η επιστημονική έρευνα προχωρά αναγκαστικά με δοκιμές και απατηλές πεποιθήσεις, με εικοτολογικές υποθέσεις και κυρίως μέσα από επαναλαμβανόμενες διαψεύσεις και ως εκ τούτου η διαψευσιμότητα οφείλει να αντικαταστήσει την επαληθευσιμότητα ως αληθές κριτήριο της επιστημονικά έγκυρης γνώσης. Έτσι καταλήγουμε σήμερα να θεωρούμε την επιστήμη περισσότερο ως μια μέθοδο ατέρμονης αναζήτησης της αντικειμενικής γνώσης παρά ως ένα τελεσίδικο σύστημα γνώσης. Έχουμε, δηλαδή, ουσιαστικά επιστρέψει στις απαρχές της ελληνικής φιλοσοφίας, στην ιωνική σκέψη του 6ου αι. π.Χ. και στον προσωκρατικό φιλοσοφικό στοχασμό.
Ο Ξενοφάνης (περίπου 565 π.Χ.) υποστήριζε ότι η γνώση δεν αποκτάται ούτε με αποκάλυψη, ούτε με ενόραση, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας επίμονης και υπομονετικής ερευνητικής προσπάθειας η οποία με το πέρασμα του χρόνου θα οδηγήσει τον άνθρωπο σε κάτι «καλύτερο», αλλά πάντα ατελές και αποσπασματικό σε σχέση με το «ενιαίο, αδιαφοροποίητο και απεριόριστο θείο» που ταύτιζε με το σύνολο του φυσικού κόσμου. Βέβαιη γνώση μπορεί να έχουν μόνο οι θεοί, ενώ ο άνθρωπος περιορίζεται στην απατηλή εικόνα των πραγμάτων, στη διερεύνηση της φαινομενικότητας, σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα που μονίμως θα του διαφεύγει. Παρόμοια, ο Ηράκλειτος πίστευε ότι ακόμη και των πιο σοφών ανθρώπων οι γνώσεις δεν είναι παρά γνώμες. Και οι δύο φιλόσοφοι αναγνωρίζουν ότι το ίδιο ισχύει και για τις δικές τους φιλοσοφικές τοποθετήσεις, δηλαδή ότι και αυτές δεν είναι παρά δοξασίες. Η συλλογιστική αυτή προσέγγιση συμπληρώνει ο Popper, δεν αμφισβητεί την ουσία του ορθολογισμού της επιστήμης αλλά μεταλλάσσει σε ψευδαίσθηση τη βεβαιότητά μας ότι ο άνθρωπος ως έλλογο ον έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει την απόλυτη και τελεσίδικα ολοκληρωμένη γνώση της πραγματικότητας. Η εμπιστοσύνη μας μετατίθεται στην αδιάκοπη και δυναμική πρόοδό μας στη γνώση, μέσω της έρευνας και της κριτικής χρήσης του ορθού λόγου.
Εδώ θα ήταν χρήσιμο να συνοψίσω την παγιωμένη από τον 16ο και 17ο αι. επιστημονική μεθοδολογία (που πρώτος εισήγαγε ο Αριστοτέλης τον 4ο αι. π.Χ. με τη «Λογική» του), η οποία ακολουθείται προκειμένου να αποδειχθεί μια επιστημονική θεωρία που εξηγεί ένα φυσικό φαινόμενο, ως αποτέλεσμα ενός φυσικού αιτίου, το οποίο προσπαθεί και να ανιχνεύσει. Διακρίνουμε δύο τρόπους απόδειξης, τον εκ των υστέρων (a posteriori) και τον εκ των προτέρων (a priori). Ο πρώτος ξεκινάει από το αποτέλεσμα, δηλαδή από πραγματολογικά δεδομένα (a posteriori) και οδεύει προς τα πίσω (αναλυτικά – επαγωγικά) διατυπώνοντας αρχικά και τα πιθανά αίτιά του, ενώ στη συνέχεια αποκλείοντας όλα πλην ενός, βάσει μη αμφισβητούμενων θεωριών, προτείνει μια νέα, λογικά συγκροτημένη θεωρία, που να το στηρίζει. Ο δεύτερος τρόπος θεωρεί ως δεδομένο εκ των προτέρων (a priori) κάποιο αίτιο και στη συνέχεια βασιζόμενος σε αυτό προχωρά προς τα εμπρός (συνθετικά – παραγωγικά) και εξηγεί γιατί τα αποτελέσματα αυτού του αιτίου θα πρέπει αναγκαστικά να συμβούν. Σχηματικά αυτό μπορεί να αποδοθεί ως εξής:
Ο πρώτος τρόπος, που κυρίως ακολουθεί η επιστημονική έρευνα, προσπαθεί από το παρατηρούμενο ειδικό, σύνθετο, επιμέρους και καθέκαστον του αισθητικού κόσμου —δηλαδή από το φαινομενολογικό δεδομένο του γίγνεσθαι— να συλλάβει το γενικό, το καθόλου από τον «αόρατο» κόσμο του είναι των όντως υπαρκτών, απλώς εξασφαλίζει τη λογική δυνατότητα της ύπαρξης της προς απόδειξη γενικής αρχής και όχι την αναγκαιότητά της. Επομένως, ο μεθοδολογικός αυτός τρόπος απόδειξης των επιστημονικών θεωριών έχει σχετική αξιοπιστία και σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται τη διαχρονική και καθολική ισχύ της.
Ανθρωπιστικές επιστήμες
Σήμερα έχει επικρατήσει να θεωρούμε ως ανθρωπιστικές επιστήμες εκείνες που περιλαμβάνουν τομείς του πνεύματος στους οποίους, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις φυσικές επιστήμες, δεν γίνεται χρήση πειραμάτων αλλά συλλογιστικών συστημάτων και θεωρητικών προτάσεων εξ ορισμού αναπόδεικτων με την πειραματική μεθοδολογία των θετικών επιστημών. Πρόκειται για τα γνωστικά πεδία της φιλοσοφίας, της φιλολογίας, της ιστορίας, της λογοτεχνίας κ.ά. Κατ’ αυτήν την έννοια, ο οργονομικός λειτουργισμός, ως εργαλείο συλλογιστικής μεθόδου που επιδιώκει να κατανοήσει και ερμηνεύσει τον τρόπο λειτουργίας του φυσικού κόσμου, είναι κλάδος τόσο της φιλοσοφίας όσο και των θετικών επιστημών. Ανήκει στον χώρο της φιλοσοφίας της επιστήμης της οποίας εξ ορισμού η αποστολή της είναι να διερευνά τη μέθοδο που οφείλουν να ακολουθούν οι επιστήμονες προκειμένου να συνάγουν όσο γίνεται πιο ασφαλή πορίσματα. Ο Μπέικον π.χ. δέχτηκε την επαγωγή ως την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο, ενώ ο Popper την υποθετικοπαραγωγική μέθοδο (δηλαδή τον έλεγχο υποθέσεων μέχρι αυτές να διαψευσθούν και να αντικατασταθούν από νέες πιο ακριβείς). Όμως το ζήτημα που έθετε πάντα η φιλοσοφία της επιστήμης στο επίκεντρο του προβληματισμού της ήταν το είδος της επιστημονικής εξήγησης και τα γνωσιολογικά της όρια. Είναι π.χ. τελεολογικό ή αιτιοκρατικό; Ποιος είναι ο χαρακτήρας των επιστημονικών προτάσεων και θεωριών; Είναι διαψεύσιμες ή επαληθεύσιμες; Πώς λειτουργούν οι νόμοι της φύσης και πώς επηρεάζουν την εξέλιξη των γεγονότων; Πρόκειται για αιτιοκρατικά, σχετικιστικά ή πιθανοκρατικά φαινόμενα που υπόκεινται στις αρχές της κβαντικής φυσικής τα οποία υπακούουν στην αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ;
Σύμφωνα με την αρχή απροσδιοριστίας του Χάιζεμπεργκ (Δx·Δp≥ħ/2, όπου Δx και Δp οι αβεβαιότητες θέσης και ορμής αντίστοιχα και ħ η σταθερά του Πλανκ) η προσπάθειά μας να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την ορμή ενός σωματιδίου θα έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα στον καθορισμό της θέσης του, ενώ, αντίστροφα, η προσπάθειά μας να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τη θέση του θα προκαλέσει μεγαλύτερη αβεβαιότητα στην εκτίμηση της ορμής του. Το σημαντικό εδώ δεν είναι τόσο η αβεβαιότητα των μετρήσεων, το γινόμενο των οποίων έχει πάντα ένα μαθηματικό ελάχιστο, αλλά όσο ότι αυτή είναι ανεξάρτητη από την ακρίβεια των οργάνων και την πειραματική διάταξη που επιλέγουμε, καταδεικνύοντας έτσι τα γνωσιολογικά όρια της ανθρώπινης αντιληπτικότητας, των εργαλείων της και τη σχετικότητα των παρατηρήσεών της. Ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο, ο πειραματιζόμενος και το πείραμα, το σημαίνον και το σημαινόμενο συνδέονται λειτουργικά μεταξύ τους και αποτελούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο οργανικό σύνολο που καθορίζει και το πλαίσιο ή το επίπεδο αναφορικότητάς τους. Δηλαδή, αν προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε φιλοσοφικά την ουσία αυτής της αρχής διαπιστώνουμε ότι η μαθηματική διατύπωση (Δx·Δp≥ħ/2) της ενότητας των αλληλοεξαρτώμενων μετρήσεων (Δx, Δp) προσδιορίζει το πλαίσιο και τα όρια εντός των οποίων κινούνται (≥ħ/2), καταργώντας, σε υποατομικό επίπεδο πάντα, την άτεγκτη καθολικότητα της αιτιοκρατίας.
Επιστήμη ή ψευδοεπιστήμη η Οργονομία;
Μέχρι στιγμής έχουμε κάνει μια σύντομη, οπωσδήποτε επιλεκτική, πολύ συμπυκνωμένη και σαφώς ατελή αναφορά αφενός στο τι θεωρούμε σήμερα ως επιστήμη και αφετέρου ποια είναι τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τη φιλοσοφία της επιστήμης. Έχουμε, επίσης, προσδιορίσει περιληπτικά τι είναι και ποιο είναι το περιεχόμενο της οργονομίας, καθώς και τις ιδιαιτερότητες της σκέψης του Ράιχ και τις καινοτομίες που εισήγαγε στον τρόπο που μελετούσε τα φαινόμενα που τον ενδιέφεραν. Ας επιχειρήσουμε τώρα να απαντήσουμε στο ερώτημα που μας απασχολεί εδώ, αν δηλαδή η θεωρία της οργόνης ειδικά και η οργονομία γενικότερα μπορούν δικαίως να χαρακτηριστούν ως γνήσια επιστήμη ή πρέπει να τις κατατάξουμε στον χώρο της ψευδοεπιστήμης ως επιστημονικοφανές μεν αλλά κίβδηλο αφήγημα, που δεν πληροί τα κριτήρια της έγκυρης επιστήμης.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι σήμερα —πάνω από μισό αιώνα από τον θάνατο του Ράιχ— εξακολουθούμε να απέχουμε πολύ από το να αποδειχθεί η ορθότητα και καθολικότητα των ισχυρισμών του και η εγκυρότητα της θεωρίας του στο σύνολό της και ακόμα περισσότερο από το να γίνουν όλα αυτά αποδεκτά από την κατεστημένη επιστημονική κοινότητα. Αυτό βέβαια για τον ερευνητή που διαθέτει ένα κριτικό και ελεύθερο πνεύμα, καθώς και για τον γνώστη της ιστορίας των επιστημονικών ιδεών, δεν αποτελεί ικανό και αναγκαίο κριτήριο απόδειξης της μη επιστημονικότητας της υπό εξέταση θεωρίας. Η ιστορία των επιστημών βρίθει από περιπτώσεις πρωτοπόρων διανοητών και επιστημόνων των οποίων οι θεωρίες ενώ αρχικά απορρίφθηκαν και απαξιώθηκαν και οι ίδιοι λοιδορήθηκαν είτε ως τσαρλατάνοι είτε ως παράφρονες και αιρετικοί (Πλάτων, Αριστοτέλης, Γαλιλαίος, Τζιορντάνο Μπρούνο κ.ά., ο κατάλογος είναι μακρύς) στη συνέχεια το έργο και η ιδιοφυΐα τους αναγνωρίστηκαν —ακόμα και πολύ μετά τον θάνατό τους— και ενσωματώθηκαν στον κορμό της έγκυρης επιστήμης. Από την άλλη, βέβαια, το τελευταίο αυτό επιχείρημα δεν οδηγεί υποχρεωτικά από μόνο του στο λογικό συμπέρασμα ότι όλες εκείνες οι θεωρίες που έτυχαν αρχικά παρόμοιας υποδοχής με τις προηγούμενες θα αποδείχτηκαν στο τέλος επιστημονικές.
Ο ίδιος ο Ράιχ δεν έπαψε ποτέ να τονίζει ότι δεν έχει όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που ανέκυπταν στην εξέλιξη της έρευνάς του. Πραγματικά, στην επιστημονική του διαδρομή δεν ήταν λίγες οι φορές εκείνες που αισθάνθηκε ανίκανος να δώσει «λογικές» εξηγήσεις στα ζητήματα που προέκυπταν από την πρωτοποριακή του έρευνα, όταν τα ευρήματά του δεν συμφωνούσαν με τις κρατούσες επιστημονικές απόψεις. Το κενό που άφηναν αυτά τα ερωτήματα προσπάθησε να το καλύψει προτείνοντας μια ριζοσπαστική θεωρία, μια υπόθεση θα λέγαμε σήμερα σύμφωνα με τον Popper, της οποίας —όπως ο ίδιος πολύ καλά συνειδητοποιούσε και συνέχεια τόνιζε— γνώριζε μόνο τα γενικά χαρακτηριστικά της, ενώ ταυτόχρονα παραδεχόταν ότι χρειάζεται ακόμα να διανυθεί πολύς δρόμος προκειμένου η θεωρία αυτή να ολοκληρωθεί. Συχνά παρομοίαζε το έργο του και τη θεωρία της οργόνης με ένα οικοδόμημα του οποίου εκείνος έθεσε απλώς τα θεμέλια αλλά αυτό απέχει πολύ από το να θεωρηθεί ολοκληρωμένο και κατοικήσιμο. Ο Ράιχ όμως, δεν φοβόταν να θέτει ερωτήματα, ούτε είχε το άγχος να ευθυγραμμιστεί με τις κρατούσες αντιλήψεις ή να εναντιωθεί σε αυτές για να αποδείξει κάτι και, τέλος, ίσως και το πιο σημαντικό στο έργο του, δεν φοβόταν να ομολογήσει την άγνοιά του σε ζητήματα που δεν κατανοούσε.
Όταν έχουμε στα χέρια μας κάποια λίγα κομμάτια ενός παζλ και ακόμα λιγότερα από αυτά έχουμε τοποθετήσει στη σωστή τους θέση, αυτό δεν συνεπάγεται πως το παζλ δεν απεικονίζει μια κάποια παράσταση ή, ακόμα περισσότερο, ότι το ίδιο δεν υφίσταται ως οντότητα. Στη χειρότερη περίπτωση αυτό που θα προκύψει στο τέλος, όταν θα έχουμε κάποια στιγμή στην κατοχή μας όλες τις ψηφίδες του και επιπλέον, θα τις έχουμε τοποθετήσει και στη σωστή τους θέση, μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι είχαμε αρχικά φανταστεί. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών βέβαια, ισχύει και για τις επιστημονικές θεωρίες, το ίδιο και για το έργο του Ράιχ. Κάποιες από τις απόψεις και τις προτεινόμενες ερμηνείες του ενδέχεται να αποδειχθούν περιορισμένης εμβέλειας και ατελείς, δηλαδή να καλύπτουν ένα μέρος μόνο της πραγματικότητας που προσπαθούσε να προσεγγίσει, ή ακόμα και να αποτελούν λανθασμένες απόπειρες κατανόησης του τρόπου που λειτουργεί η φύση· κάτι τέτοιο, όμως, δεν σημαίνει αυτόματα ή υποχρεωτικά ότι το σύνολο του έργου του είναι αντιεπιστημονικό και ως εκ τούτο απορριπτέο. Πολύ περισσότερο δε ότι αυτό που προσπάθησε να προσδιορίσει ποιοτικά και ποσοτικά (την οργόνη) —ακόμα και αν δεχτούμε ή αποδειχθεί ότι το έκανε με λανθασμένο τρόπο— δεν υφίσταται ως φυσική οντότητα.
Η κύρια συμβολή του Ράιχ στην εξέλιξη των ιδεών της φυσικής επιστήμης είναι η διορατική και συνάμα ενορατική σύλληψη της ύπαρξης μιας συμπαντικής, πρωταρχικής και άυλης ουσίας, οι δευτερογενείς διαφοροποιήσεις της οποίας γεννούν και διέπουν όλες τις εκδηλώσεις της φυσικής πραγματικότητας, τόσο της άβιας όσο και της ζώσας ύλης, και οι προσπάθειές του να καταδείξει επιστημονικά την ύπαρξή της. Οι παρατηρήσεις και τα πειραματικά του ευρήματα κατέτειναν, κατά την άποψή του, στην απόδειξη της ύπαρξής της. Ένα ζήτημα λοιπόν είναι η αλήθεια αυτής της υπόθεσης και ένα άλλο ζήτημα είναι τα πειραματικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν, η αξιοπιστία των ευρημάτων και η επιστημονική εγκυρότητα της συλλογιστικής που υιοθετήθηκε προκειμένου να τα αξιολογήσει. Ας τα δούμε ξεχωριστά.
Κατ’ αρχάς η υπόθεση της ύπαρξης της οργόνης θα πρέπει αβασάνιστα να θεωρηθεί ως επιστημονική, αν δεχτούμε την αρχή της διαψευσιμότητας του Popper ως ασφαλές κριτήριο της επιστημονικής εγκυρότητας μιας υπό εξέταση θεωρίας, για τον προφανή λόγο ότι η θεωρία της οργόνης ενέχει εγγενώς τη δυνατότητα διάψευσής της. Τα επιχειρήματα του Οκάσα (βλ. σχετικό άρθρο) δεν καταρρίπτουν κατά τη γνώμη μου τη θέση του Πόπερ για την αρχή της διαψευσιμοτητας ως αληθές κριτήριο της γνήσιας επιστήμης. Ο Πόπερ δεν ισχυρίζεται ότι οι επιστημονικές θεωρίες, όταν δεν διαψεύδονται, δεν ανασκευάζονται ούτε εξελίσσονται υπό το φως των νέων ευρημάτων, είναι απαραίτητα ψευδοεπιστήμη, αλλά υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν γνήσιες αν δεν επιδέχονται κριτικό έλεγχο που να μπορεί, έστω και θεωρητικά, να οδηγήσει στην κατάρριψή τους. Δηλαδή, μια επιστημονική θεωρία μπορεί να θεωρηθεί γνήσια επιστήμη ακόμα και αν στο μέλλον καταρριφτεί επειδή ακριβώς εμπεριέχει εγγενώς τη δυνατότητα διάψευσή της· αντίθετα, μια ψευδοεπιστήμη δεν επιδέχεται καμιά διάψευση της «επιστημονικότητάς» της. Επιπλέον, ο Πόπερ δεν θεωρεί «ψευδοεπιστήμη» το να επιμένει κάποιος επιστήμονας σε μια θεωρία που κλονίζεται ή φαίνεται να ανατρέπεται από την εμπειρία. Το θέμα που εγείρει είναι η δογματική προσκόλληση σε μία «θεωρία» που δεν επιδέχεται κανένα έλεγχο και a priori απορρίπτει κάθε δυνατότητα διάψευσής της.
Ο Ράιχ βέβαια, δεν ήταν ο πρώτος που διατύπωσε μια θεωρία για τη συμπαντική παρουσία μιας αρχέγονης «ουσίας» με τα χαρακτηριστικά της οργόνης. Στην αυγή του δυτικού πολιτισμού, από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ., οι Ίωνες φιλόσοφοι στην προσπάθειά τους να εξέλθουν από τη σαγήνη του μύθου και να ερμηνεύσουν εμπειρικά και κριτικά το περιβάλλον γύρω τους διετύπωσαν παρόμοιου τύπου θεωρίες περί της δημιουργού αρχής του σύμπαντος κόσμου που πραγματικά εντυπωσιάζουν με τη συγγένεια όσων υποστήριζε ο Ράιχ. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διδασκαλία του Αναξίμανδρου (περί τα μέσα του 6ου αι. π.Χ.) ο οποίος θεωρούσε ότι στην αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος βρίσκεται μια πρωτογενής, απροσδιόριστης φύσης ουσία, το άπειρον, οι μεταλλαγές της οποίας γεννούν όλα τα στοιχεία του σύμπαντος. Είναι κάτι περισσότερο από προφανής η αναλογία Ράιχ και Αναξίμανδρου και της οργόνης του πρώτου με το άπειρον του δεύτερου.
Ο κατάλογος είναι μακρύς (ανατολικές φιλοσοφίες, Ράιχενμπαχ κ.λπ.) και η πλήρης αναφορά του διαφεύγει από τον σκοπό της συγκεκριμένης μελέτης. Αυτό που εδώ έχει σημασία είναι ότι ο Ράιχ, εν αντιθέσει με όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, προσέφερε ή τουλάχιστον επιδίωξε να προσφέρει επιστημονικές αποδείξεις για να τεκμηριώσει τη θεωρία του. Βέβαια, για τους περισσότερο επιφυλακτικούς και σκεπτικιστές, τα ευρήματα που παραθέτει ο Ράιχ αμφισβητούνται ως προς την εγκυρότητά τους ή αποτελούν απλές ενδείξεις που χρειάζονται περαιτέρω και αδιάβλητη επιστημονική επιβεβαίωση και τεκμηρίωση. Οφείλουν να ικανοποιούν την αρχή της επαναληψιμότητας (δηλαδή σε κάθε επανάληψη του πειράματος να συνάγονται τα ίδια αποτελέσματα, εφόσον οι συνθήκες του παραμένουν σταθερές) και τέλος να συνάδουν με τις γενικές αρχές της οργονομικής θεωρίας. Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, η πιθανότητα της μη επιβεβαίωσης των πειραματικών ευρημάτων, η οποία ενυπάρχει σε κάθε πειραματική διάταξη που σχεδίασε ο Ράιχ, ενέχει τη δυνατότητα διάψευσης της θεωρίας της οργόνης και ως εκ τούτου της προσδίδει επιστημονικότητα σύμφωνα με τον Πόπερ. Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα, το οποίο απ’ όσο γνωρίζω μέχρι σήμερα δεν έχει θιγεί ποτέ είναι το εάν, εφόσον πράγματι ισχύουν τα όσα κατέγραψε πειραματικά ο Ράιχ, η θεωρία της οργόνης είναι η μόνη ερμηνεία των ευρημάτων του ή αν αυτά είναι εξηγήσιμα από την κρατούσα φυσική επιστήμη (κλασική και σύγχρονη) που δεν έχει ως αφετηρία της την ύπαρξη της οργόνης.
Επιστήμη και η «ψευδοεπιστήμη της ανάλυσης του ασυνείδητου»
Όσον αφορά τώρα στην ερμηνεία και ανάλυση του ασυνείδητου οι διατυπωμένες επιφυλάξεις του Πόπερ για την επιστημονική εγκυρότητα της ψυχανάλυσης είναι μεν αληθοφανείς αλλά όχι αληθείς γιατί απλούστατα αγνοείται η υποκειμενική ιδιαιτερότητα που καθορίζει δραματικά το είδος της ερμηνείας. Η προσωπικότητα του αναλυόμενου, ο χαρακτήρας σύμφωνα με την Οργονομία, είναι αυτό που προσδιορίζει το είδος των πράξεων και των ονείρων του αλλά και τις ερμηνείες τους και όχι το αντίστροφο. Το ίδιο το γεγονός προσλαμβάνεται και επεξεργάζεται διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους γιατί ως υπαρκτικές ετερότητες αντιδρούν στα εξωτερικά ερεθίσματα ανάλογα με τις προηγηθείσες και οπωσδήποτε διαφοροποιημένες εμπειρίες τους (τραυματικές ή όχι) με τρόπο που συχνά υπερβαίνει την έλλογη και συνειδητή πρόθεσή τους. Το ότι συμβαίνει αυτό δεν αποδεικνύει την ανεπάρκεια ή την ψευδοεπιστημονικότητα της Οργονομίας και της Ανάλυσης του χαρακτήρα αλλά την αποτυχία μιας καθολικής ισχύος ερμηνευτικής προσέγγισης του τρόπου δράσης διαφορετικών υποκειμένων.
Τέλος, το κριτήριο της διαψευσιμότητας ενυπάρχει πάντα ως δυνατότητα στην οργονομική έρευνα και ενδέχεται να οδηγήσει στην ανασκευή της θεωρίας αλλά πιθανότατα όχι στην καθολική απόρριψή της. Παραδείγματος χάρη, η διενεργούμενη έρευνα για την επιβεβαίωση της διαφοράς θερμοκρασίας ανάμεσα σε έναν συσσωρευτή και έναν ιδίων διαστάσεων μάρτυρα μπορεί να μην επιβεβαιώσει τις αρχικές μετρήσεις του Ράιχ άρα η θεωρία του είτε διαψεύδεται είτε χρειάζεται να ανασκευαστεί αλλά αυτό δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε να χαρακτηριστεί ως αντιεπιστημονική στο σύνολό της η θεωρία. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για άλλες πειραματικές παρατηρήσεις και θεωρητικές προτάσεις στο έργο του. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο θετικός τρόπος που έχει διατυπωθεί η θεωρία της οργόνης περιέχει εγγενώς τη δυνατότητα διάψευσής της ακριβώς γιατί στηρίζεται σε πειραματικά δεδομένα (διαφορά θερμοκρασίας, μετρήσεις δυναμικού, αλλαγές στο Τεστ Αίματος Ράιχ μετά από φόρτιση σε συσσωρευτή, ενδείξεις παλμογράφου σε βιοηλεκτρικά πειράματα…). Είναι πρόσφατη η κατ’ αρχήν επιβεβαίωση της ύπαρξης του σωματιδίου του Χιγκς, ή σωματιδίου του Θεού όπως εκλαϊκευτικά αποκαλείται, το οποίο για τους θεωρητικούς φυσικούς αποτελεί τον φορέα εκείνο που προσδίδει την ιδιότητα της μάζας στα υποατομικά σωματίδια. Δηλαδή γίνεται αποδεκτό ότι η άυλη ενέργεια αποτελεί τον γεννήτορα της μάζας, κάτι που ο Ράιχ συνέλαβε ενορατικά και ισχυρίστηκε πριν σαράντα περίπου χρόνια (βλ. το έργο του «Κοσμική υπέρθεση»). Ενώ ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα ο Μαξ Πλανκ θεώρησε το φωτόνιο σωματίδιο με μηδενική μάζα ηρεμίας αλλά διακριτής ενέργειας (Ντιράκ).[4]
Επίλογος
Το πρόβλημα, κατά την άποψη του γράφοντος, δεν έγκειται στην ψευδοεπιστημονικότητα της θεωρίας της οργόνης, αλλά στους ψευδοεπιστήμονες που την υποστηρίζουν. Υπάρχουν άνθρωποι που για προφανείς λόγους επιζητούν την προσωπική τους ψυχική κατοχύρωση μέσω της υπεράσπισης καθολικών θεωριών, όπως αυτή της οργονομίας, που θωρακίζουν το ανασφαλές Εγώ τους, ενώ ταυτόχρονα τρομοκρατούνται στην προοπτική να αποδειχθεί το ιδεοληπτικά και άκαμπτα υπερασπιζόμενο οικοδόμημά τους απατηλό. Η ταύτιση και συμπόρευση του θωρακισμένου ανθρώπου με ένα σύστημα εννοιών που προσδιορίζει τους όρους της ύπαρξής του και διαθέτει τέτοια καθολικότητα που επιτρέπει την ερμηνεία ή θέτει τις βάσεις και τις προϋποθέσεις ερμηνείας του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντός τους είναι λογικό να ασκεί σαγηνευτική επίδραση πάνω του και να του προκαλεί τρόμο η πιθανότητα κατάρρευσής του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσους έχουν προσεταιριστεί το σύστημα της οργονομίας ως αυτόκλητοι υπερασπιστές και φανατισμένοι συνεχιστές της κιβωτού της και το διαχειρίζονται μονότροπα, μονολιθικά και εξουσιαστικά αναγνωρίζοντας αυθαίρετα μόνο στον εαυτό τους την αποκλειστικότητα της ορθής διαχείρισης του γνωσιολογικού περιεχόμενού του. Πρόκειται για τρόπους λειτουργίας που παραπέμπουν αβίαστα στο παπικό ιερατείο και δυστυχώς δεν λείπουν και από τον χώρο της Οργονομίας. Οι ψευδοεπιστήμονες αυτοί τρέμουν στην ιδέα της διάψευσης της θεωρίας ή έστω και της ανασκευής της, γιατί αυτό θα συνεπάγεται αυτόματα και την απώλεια της εξουσίας τους στον χώρο. Αυτού του είδους οι ψευδοεπιστήμονες αναστέλλουν την πραγματική έρευνα και προσφέρουν κάκιστες υπηρεσίες σε κάθε επιστημονικό πεδίο.
Σημειώσεις
[1] Μια απρόσμενη επιβεβαίωση της επιστημονικότητας της αντίληψης του Ράιχ σχετικά με την επίδραση του πειραματιζόμενου στην εξέλιξη της πειραματικής έρευνας ήρθε από τον χώρο της σύγχρονης θεωρητικής φυσικής. Η πειραματική έρευνα των υποατομικών σωματιδίων κατέδειξε ότι η αλλαγή του τρόπου παρατήρησής τους αλλοιώνει τη συμπεριφορά τους και καθορίζει το αν θα εκφραστούν ως υλικά σωματίδια ή ως κύματα. https://www.youtube.com/watch?v=fwXQjRBLwsQ
[2] Στο εργαστήριο μικροσκοπικής έρευνας «Ηράκλειτος» παρατηρήσαμε ότι η βιοντική αποσύνθεση του αίματος (όπως καταγράφηκε κατά τη διεξαγωγή του Τεστ Αίματος Ράιχ – ΤΑΡ), το οποίο τοποθετήθηκε σε πειραματικό συσσωρευτή 3 στρωμάτων (διαστάσεων 35Χ35Χ35 cm) επί 15 λεπτά, παρουσίασε σημαντικές διαφορές σε σχέση με το ΤΑΡ του ίδιου ατόμου και από την ίδια αιμοληψία, το οποίο τοποθετήθηκε ταυτόχρονα, επίσης για 15 λεπτά, σε κουτί μάρτυρα ίδιων διαστάσεων, κατασκευασμένο από ξύλο και υαλοβάμβακα. Το αίμα που είχε τοποθετηθεί προηγουμένως και για 15 λεπτά στον συσσωρευτή καθυστέρησε τη βιοντική του διάσπαση και όταν αυτό συνέβη είχε τα χαρακτηριστικά της αντίδρασης Β με μεγάλα ζωηρά βιόντα, με πλατύ πεδίο και έντονη γαλάζια φωταύγεια. Αντίθετα το αίμα του μάρτυρα μετά τα 15 λεπτά είχε ήδη αρχίσει να αποσυντίθεται κατά τη στιγμή της εξέτασής του, ενώ τα αναπτυσσόμενα βιόντα ήταν μικρά, νωθρά, είχα μικρό πεδίο και δεν εξέπεμπαν γαλάζια φωταύγεια. Είναι περισσότερο από προφανής η τουλάχιστον διαφορετική επίδραση του συσσωρευτή σε σχέση με αυτήν του μάρτυρα και η σαφής επίδρασή της στην ενεργειακή φόρτιση του αίματος. Οι παρατηρήσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν με πολλές μικροσκοπικές εξετάσεις σε αρκετά άτομα οι οποίες επαναλήφθηκαν 3 φορές στο καθένα εξ αυτών. Οι διαφορές του ΤΑΡ ήταν λιγότερο έντονες στις ηλιόλουστες και καθαρές ημέρες, ενώ ένα άτομο στο οποίο προς μεγάλη μας έκπληξη δεν παρατηρήσαμε καμιά διαφορά αργότερα μας είπε ότι πριν την εξέταση πάντα χρησιμοποιούσε συσσωρευτή.
[3] Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι θεραπείες του καρκίνου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», του Μάριου Δημόπουλου, εκδ. Εύανδρος, Αθήνα 2004, σελ. 411-412.
Αξίζει όμως να αναφερθεί εν συντομία μια επιβεβαίωση των θεωριών του Ράιχ από μια πειραματική έρευνα που διεξήχθη στο 1986 στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ της Δυτικής Γερμανίας από τους επιστήμονες Στέφαν Μύσενιχ, Dipl.-Psych. και Ράινερ Γκεμπάουερ, Dipl.-Psych. Σκοπός των εν λόγω επιστημόνων ήταν να ερευνήσουν τα φυσιολογικά αποτελέσματα που αποδίδονται σε συνεδρίες με συσσωρευτή οργόνης. Ο Ράιχ ισχυριζόταν ότι κατά τις συνεδρίες με συσσωρευτή οργόνης συνέβαινε αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος των παρευρισκόμενων καθώς και μια γενικότερη ενεργοποίηση του παρασυμπαθητικού μας συστήματος. Έχοντας υπ’ όψιν αυτές τις μαρτυρίες, οι εν λόγω επιστήμονες αποφάσισαν να διερευνήσουν τις αλλαγές στην θερμοκρασία του σώματος, την θερμοκρασία του δέρματος και τον ρυθμό λειτουργίας της καρδιάς. Επί τω σκοπώ αυτώ πραγματοποίησαν μια μακροχρόνια μελέτη με 15 εθελοντές, καθένας από τους οποίους είχε 20 πειραματικές ώρες. Τα άτομα αυτά έκαναν δέκα συνεδρίες των 30 λεπτών σε έναν συσσωρευτή οργόνης και άλλες δέκα συνεδρίες των 30 λεπτών σε έναν σχεδόν ίδιο θάλαμο ελέγχου. Η όλη δηλαδή έρευνα διεξήχθη σαν «διπλή τυφλή μελέτη», που σημαίνει ότι ούτε τα άτομα-εθελοντές ούτε τα άτομα που έδιναν τις οδηγίες και κατέγραφαν τα δεδομένα γνώριζαν τίποτε για το πείραμα στο οποίο έπαιρναν μέρος. Τα πειράματα αυτά επιβεβαίωσαν πλήρως τους ισχυρισμούς του Ράιχ. Στον θάλαμο ελέγχου (δηλαδή σε έναν θάλαμο που έμοιαζε με συσσωρευτή και οι εθελοντές δεν γνώριζαν ότι δεν ήταν συσσωρευτής οργόνης) δεν παρατηρήθηκαν όσα ισχυριζόταν ο Ράιχ, ενώ στους συσσωρευτές οργόνης παρατηρήθηκαν όσα ακριβώς ισχυριζόταν. Άρα δεν πρόκειται για περίπτωση placebo. Τι έχουν λοιπόν να πουν οι απορρίπτοντες τους ισχυρισμούς του Ράιχ; (Περισσότερες λεπτομέρειες στη διατριβή των εν λόγω επιστημόνων υπό τον τίτλο «De Reichsche Orgonakkumulator, Naturwissenschattliche Diskussion, Praktische Anwendung, Expoerimentelle Unstersuchung», Nexus Presss, Fichardstr. 38, 6000 Frankfurt, I. West Germany.)
[4] Έχει σημασία εδώ να αναφέρουμε τη θεωρία του Ντιράκ που αφορά στο κενό. Ο Ντιράκ πίστευε ότι το «κενό» είναι γεμάτο από μη παρατηρήσιμα ηλεκτρόνια λόγω του ότι βρίσκονται σε καταστάσεις αρνητικής ενέργειας. Αυτό βέβαια φέρνει στο νου τη θεωρία του αιθέρα γιατί αποδίδει στο κενό διάστημα ιδιότητες που δεν είναι παρατηρήσιμες. (Α. Μάζης, «Φυσική», 3ος τόμος, Μαγνητισμός, Ηλεκτρισμός, Ατομική και Πυρηνική Φυσική, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1972, σελ. 504-506.)