Απόσπασμα από το βιβλίο του Βίλχελμ Ράιχ Η ανάλυση του χαρακτήρα, Τόμος Α΄, εκδόσεις Ρέω, 2023, σσ. 248-267

2. Η λειτουργία της διαμόρφωσης του χαρακτήρα

Το επόμενο ζήτημα που θα μας απασχολήσει αφορά στους παράγοντες που επιδρούν ώστε ο χαρακτήρας να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη μορφή με την οποία λειτουργεί. Σχετικά με αυτό ας θυμηθούμε ορισμένα γνωρίσματα κάθε χαρακτηρολογικής αντίδρασης. Ο χαρακτήρας οφείλεται σε μια χρόνια αλλαγή του Εγώ την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως σκλήρυνση. Αυτή η σκλήρυνση είναι η πραγματική βάση εξαιτίας της οποίας μετατρέπεται σε χρόνιο ο χαρακτηριστικός τρόπος αντίδρασης του Εγώ. Σκοπός της είναι να προστατεύει το Εγώ από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους. Ως προστατευτικός σχηματισμός που έχει μετατραπεί σε χρόνιο, δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «θωράκιση», εφόσον περιορίζει εμφανώς την ψυχική κινητικότητα της προσωπικότητας συνολικά. Ο περιορισμός αυτός μετριάζεται από τη δημιουργία μη χαρακτηρολογικών —δηλαδή άτυπων— σχέσεων με τον εξωτερικό κόσμο, με τις οποίες επικοινωνεί ανοιχτά ένα κατά τα άλλα κλειστό σύστημα. Πρόκειται για «ρωγμές» στη «θωράκιση» μέσω των οποίων και ανάλογα με την περίσταση, διοχετεύο­νται λιμπιντικά και άλλα ενδιαφέροντα προς το περιβάλλον, τα οποία στη συνέχεια ανακαλούνται σαν ψευδοπόδια [στμ: της αμοιβάδας]. Αλλά και η ίδια η θωράκιση πρέπει να θεωρείται ως κάτι ελαστικό, που αντιδρά σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με την αρχή της ηδονής-δυσαρέσκειας. Στις δυσάρεστες καταστάσεις συστέλλεται, ενώ σε ηδονικές καταστάσεις διαστέλλεται. Ακριβώς από αυτόν τον βαθμό χαρακτηρολογικής ευλυγισίας, από την ικανότητα δηλαδή του ατόμου να ανοίγεται προς τον εξωτερικό κόσμο ή να απομονώνεται από αυτόν ανάλογα με την περίσταση, διαφοροποιείται η νευρωτική χαρακτηροδομή από τη χαρακτηροδομή που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ακραίες μορφές της παθολογικά άκαμπτης θωράκισης είναι οι ψυχαναγκαστικοί χαρακτήρες με συναισθηματική ανάσχεση και ο σχιζοφρενικός αυτισμός, ρέπουσες και οι δύο προς την κατατονική ακαμψία.

Η χαρακτηρολογική θωράκιση διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα της χρόνιας σύγκρουσης μεταξύ των ενστικτωδών απαιτήσεων και του εξωτερικού κόσμου, ο οποίος τις ματαιώνει. Η ένταση και η μονιμοποίηση της αναγκαιότητας ύπαρξης (raison d’être) της θωράκισης οφείλονται στις συγκαιρινές συγκρούσεις μεταξύ ενστίκτου και εξωτερικού κόσμου. Η επιμέρους έκφραση και το ολικό άθροισμα των περιορισμών που επιβάλλονται από τον εξωτερικό κόσμο επί της ενστικτώδους ζωής, συσσωρεύονται και ομογενοποιούνται ποιοτικά, συνιστώντας έτσι, με την πάροδο του χρόνου, μια ολότητα. Καταλαβαίνουμε αμέσως το νόημα της προηγούμενης πρότασης αν σκεφτούμε γνωστούς τύπους χαρακτήρα όπως: «ο μικροαστός», «ο αρμόδιος», «ο προλετάριος», «ο χασάπης», κτλ. Αυτή η θωράκιση διαμορφώνεται γύρω από το Εγώ, ακριβώς γύρω από εκείνο το τμήμα της προσωπικότητας που βρίσκεται στο σύνορο μεταξύ της βιοφυσιολογικής ενστικτώδους ζωής και του εξωτερικού κόσμου. Γι’ αυτό την ονομάζουμε χαρακτήρα του Εγώ.

Στον πυρήνα της οριστικώς διαμορφωμένης θωράκισης, ανακαλύπτουμε πάντα —στην πορεία της ανάλυσης— τη σύγκρουση μεταξύ των γενετήσιων αιμομικτικών επιθυμιών και των γεγονότων που ματαίωσαν την ικανοποίησή τους. Η διαμόρφωση του χαρακτήρα αρχίζει μόλις καθοριστεί οριστικά ο τρόπος με τον οποίο το άτομο επιλύει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Οι συνθήκες που ωθούν προς τον εκάστοτε συγκεκριμένο τρόπο επίλυσης είναι ειδικές, είναι δηλαδή η ειδοποιός παράμετρος διαμόρφωσης του χαρακτήρα. (Αντιστοιχούν στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες στις οποίες υπόκειται η παιδική σεξουαλικότητα. Αν μεταβληθούν, θα μεταβληθούν και οι συνθήκες διαμόρφωσης του χαρακτήρα, όσο και οι προκύπτουσες χαρακτηροδομές.) Διότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι επίλυσης της οιδιπόδειας σύγκρουσης, όχι τόσο σημαντικοί ή τόσο καθοριστικοί για τη μελλοντική έκβαση συνολικά της προσωπικότητας, λ.χ. με την απλή απώθηση ή με την ανάπτυξη κάποιας νηπιακής νεύρωσης. Αν αναζητήσουμε το κοινό στοιχείο σε αυτές τις συνθήκες, ανακαλύπτουμε από τη μια την ύπαρξη εξαιρετικά έντονων γενετήσιων επιθυμιών και από την άλλη ένα σχετικά αδύναμο Εγώ το οποίο, εξαιτίας του φόβου τιμωρίας, προσπαθεί να προστατευθεί από τις επιθυμίες απωθώντας τις. Λόγω της συνεχιζόμενης απώθησης οι παρορμήσεις, των οποίων η έκφραση εμποδίζεται, συσσωρεύονται με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συγκρατηθούν πλέον απλώς απωθούμενες και να υπάρχει κίνδυνος να ξεσπάσουν. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο το Εγώ μεταμορφώνεται, λ.χ. αναπτύσσονται συμπεριφορές που σκοπό έχουν να αποκρουστεί ο φόβος, συμπεριφορές που συνοψίζονται με τη λέξη «ντροπαλότητα». Αν και είναι απλώς μια πρώτη νύξη ύπαρξης κάποιου χαρακτήρα, έχει καθοριστικές συνέπειες για τη διαμόρφωσή του. Με την ντροπαλότητα, ή με οποιαδήποτε άλλη παρόμοια στάση, το Εγώ περιορίζεται. Από την άλλη μεριά, εξαιτίας της απόκρουσης καταστάσεων που ενέχουν κινδύνους αναμόχλευσης του απωθημένου υλικού, με την ίδια στάση που προαναφέρθηκε, το Εγώ, παράλληλα, ενισχύεται.

Αποδεικνύεται, όμως, ότι αυτή η πρώτη μεταμόρφωση του Εγώ, λ.χ. η ντροπαλότητα, δεν αρκεί για να υποταχθεί το ένστικτο. Αντιθέτως, οδηγεί εύκολα στην εκδήλωση άγχους και συνιστά πάντα τη συμπεριφορική βάση διαφόρων τύπων παιδικής φοβίας. Για να διατηρηθεί η απώθηση, είναι απαραίτητη μια περαιτέρω μεταμόρφωση του Εγώ: οι απωθήσεις πρέπει να συνενωθούν σε συμπαγές σύνολο, το Εγώ να σκληρυνθεί, και η άμυνα να γίνει χρόνια, να μετατραπεί σε αυτοματισμό. Όμως, το παιδικό άγχος που αναπτύσσεται ταυτοχρόνως απειλεί διαρ­κώς την απώθηση. Επειδή, επιπλέον, το απωθημένο υλικό εκφράζεται μέσω αυτού του άγχους και, τέλος, επειδή το ίδιο το άγχος απειλεί να εξασθενίσει το Εγώ, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί και ένας προστατευτικός σχηματισμός εναντίον του άγχους. Κινητήρια δύναμη πίσω από όλα αυτά τα μέτρα που υιο­θετούνται από το Εγώ είναι, σε τελική ανάλυση, ο συνειδητός ή ασυνείδητος φόβος τιμωρίας, ο οποίος παραμένει εξαιτίας της συμπεριφοράς των γονέων και των δασκάλων. Έτσι, βρισκόμαστε ενώπιον της προσπάθειας του παιδιού να αποφύγει τον φόβο τιμωρίας.

Κατά βάση η σκλήρυνση του Εγώ [του παιδιού], η οποία είναι απαραίτητη από πλευράς λιμπιντικής οικονομίας του οργανισμού, στηρίζεται σε τρεις διαδικασίες:

  1. Το Εγώ ταυτίζεται με τη ματαιωτική πραγματικότητα, όπως αυτή προσωποποιείται από το κύριο καταπιεστικό πρόσωπο.
  2. Στρέφει την επιθετικότητα που κινητοποιήθηκε εναντίον τού καταπιεστικού προσώπου, στην οποία οφείλεται και το άγχος, εναντίον του εαυτού του.
  3. Αναπτύσσει αντιδραστικές συμπεριφορές προς τις σεξουαλικές επιδιώξεις· συγκεκριμένα, [το Εγώ] χρησιμοποιεί την ενέργεια αυτών των επιδιώξεων για να εξυπηρετήσει δικούς του σκοπούς, δηλαδή για να τις αποκρούσει.

Από την πρώτη διαδικασία σημασιοδοτείται η θωράκιση. (Η σημασία του συναισθηματικού αποκλεισμού ενός ψυχαναγκαστικού ασθενούς είναι: «Να ελέγξω τον εαυτό μου όπως μου έλεγε πάντα ο πατέρας μου», και ταυτοχρόνως: «Να συνεχίσω να απολαμβάνω ηδονή αδιαφορώντας για τις απαγορεύσεις του πατέρα μου».)

Με τη δεύτερη διαδικασία πιθανώς δεσμεύεται το πιο ου­σια­στικό στοιχείο της επιθετικής ενέργειας, αποκλείεται εν μέρει η σωματική της έκφραση και ως εκ τούτου δημιουργείται ο ανασταλτικός παράγοντας του χαρακτήρα.

Με την τρίτη διαδικασία αποσύρεται μια ορισμένη ποσότητα λίμπιντο από τις απωθημένες λιμπιντικές ορμές, με αποτέλεσμα να εξασθενεί η επιτακτικότητά τους. Αργότερα, αυτή η διαδικασία εξαλείφεται επειδή καθίσταται περιττή, εξαιτίας της αυξανόμενης έντασης της εμμένουσας ενεργειακής κάθεξης [λιμπιντικής λίμνασης], η οποία προκύπτει από τον περιορισμό της εκδήλωσης της επιθετικότητας, της λιμπιντικής ικανοποίησης και της γενικότερης παραγωγικότητας.

Επομένως, η θωράκιση του Εγώ συντελείται ως αποτέλεσμα του φόβου τιμωρίας, σε βάρος της ενέργειας του Εκείνο, και εμπεριέχει τις απαγορεύσεις και τα πρότυπα που επιβάλλονται από τους γονείς και από τους δασκάλους. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι εφικτό να εκπληρωθεί η οικονομική λειτουργία της διαμόρφωσης χαρακτήρα, δηλαδή να μειωθεί η απαιτούμενη για την απώθηση πίεση, και —πάνω και πέρα από αυτό— να ενδυναμωθεί το Εγώ. Ωστόσο, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Αν, από τη μια μεριά, με τη θωράκιση αποκρούονται, έστω προσωρινώς, οι εσωτερικά προερχόμενες παρορμήσεις, από την άλλη αναχαιτίζονται και τα εκ του περιβάλλοντος προερχόμενα ερεθίσματα, μεταξύ των οποίων και η επιρροή της εκπαίδευσης. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου αναπτύσσεται ισχυρό πείσμα, με την αναχαίτιση αυτή δεν αποκλείεται η εκδήλωση δουλικότητας. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι μια στάση δουλοπρέπειας, όπως για παράδειγμα αυτή που εκδηλώνει ο παθητικός θηλυπρεπής χαρακτήρας, μπορεί να συνοδεύεται με μια ισχυρότατη εσωτερική αντίσταση. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι σε κάποιους ανθρώπους η θωράκιση εγκαθίσταται στην επιφάνεια της προσωπικότητας ενώ σε άλλους στα βάθη της. Στη δεύτερη περίπτωση, η προσωπικότητα όπως εμφανίζεται προς τα έξω είναι φαινομενική και δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Ο ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας με συναισθηματικό αποκλεισμό και ο παρανοϊκός επιθετικός χαρακτήρας είναι παραδείγματα επιφανειακής θωράκισης, ενώ ο υστερικός παράδειγμα θωράκισης στα βάθη της προσωπικότητας. Το βάθος εγκατάστασης της θωράκισης εξαρτάται από τις συνθήκες της παλινδρόμησης και της καθήλωσης, και είναι ήσσονος σημασίας όσον αφορά στο πρόβλημα της διαφοροποίησης του χαρακτήρα.

Αν, από την άλλη μεριά, η θωράκιση του χαρακτήρα είναι το αποτέλεσμα της παιδικής σεξουαλικής σύγκρουσης και ο οριστικός τρόπος με τον οποίο το άτομο τη διαχειρίστηκε, τότε για την πλειονότητα των περιπτώσεων —και ανάλογα με τις συνθήκες του κοινωνικού περίγυρου υπό τις οποίες διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας— γίνεται η βάση των μεταγενέστερων νευρωτικών συγκρούσεων και συμπτωματικών νευρώσεων, γίνεται η αντιδραστική βάση του νευρωτικού χαρακτήρα. Αυτό θα το αναλύσουμε διεξοδικότερα παρακάτω. Προς το παρόν θα περιοριστώ σε μια σύντομη σύνοψη:

Προϋπόθεση κάθε μετέπειτα εμφανιζόμενης νεύρωσης είναι η προσωπικότητα εκείνη της οποίας η χαρακτηροδομή αποκλείει τη ρύθμιση της ενέργειας του οργανισμού μέσω της σεξουαλικής οικονομίας. Δηλαδή, οι καταστάσεις που θα κάνουν κάποιον να αρρωστήσει δεν είναι η παιδική σεξουαλική σύγκρουση και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα καθαυτά, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα τα διαχειριστεί. Όμως, εφόσον ο τρόπος διαχείρισης αυτών των συγκρούσεων καθορίζεται κατά μείζονα λόγο από την ίδια τη φύση της οικογενειακής σύγκρουσης (από την ένταση του φόβου τιμωρίας, από το εύρος κατά το οποίο επιτρέπεται η ικανοποίηση των ενστίκτων, από τον χαρακτήρα των γονέων, κ.λπ.), αυτό που θα καθορίσει τελικά αν το άτομο θα γίνει νευρωτικό ή αν θα κατορθώσει να ρυθμίζει την οικονομία του οργανισμού μέσω της σεξουαλικότητας, θέτοντας έτσι τη βάση της μελλοντικής κοινωνικής και σεξουαλικής του ικανότητας, είναι η ανάπτυξη του Εγώ του μικρού παιδιού έως και κατά τη διάρκεια της οιδιπόδειας φάσης.

Από την εμφάνιση της αντιδραστικής βάσης του νευρωτικού χαρακτήρα υποδηλώνεται ότι το άτομο ανέπτυξε ισχυρή θωράκιση και επέτρεψε στο Εγώ να γίνει άκαμπτο με τρόπο που να αποκλείε­ται η επίτευξη μιας ρυθμιζόμενης σεξουαλικής ζωής και σεξουαλικής εμπειρίας. Έτσι, αφενός κάθε ενεργειακή αποδέσμευση των ασυνείδητων ενστικτωδών δυνά­μεων εμποδίζεται, η δε σεξουαλική λίμναση και μονιμοποιεί­ται, και αυξάνεται συνεχώς. Στη συνέχεια, διαπιστώνουμε ότι αναπτύσσονται συνεχώς αντιδραστικοί σχηματισμοί του χαρακτήρα (λ.χ. ασκητική ιδεο­λογία, κ.λπ.), οι οποίοι στρέφονται ενα­ντίον των σεξουαλικών απαιτήσεων που σωρεύονται σε συνδυασμό με τις συγκαιρινές συγκρούσεις, οι οποίες προκύπτουν από κρίσιμους τομείς της καθημερινότητας. Έτσι, δημιουργείται ένας κύκλος: αυξάνεται η λίμναση και εμφανίζονται νέοι αντιδραστικοί σχηματισμοί, με τρόπο πανομοιότυπο με εκείνους που προηγήθηκαν εξαι­τίας του φόβου. Όμως, η λίμναση αυξάνεται πάντα γρηγορότερα από τη θωράκιση έως ότου, στο τέλος, ο αντιδραστικός σχηματισμός αδυνατεί πλέον να κρατήσει υπό έλεγχο την ψυχική ένταση. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ξεσπούν οι απωθημένες σεξουαλικές επιθυμίες και αποκρούονται αμέσως με σχηματισμό συμπτωμάτων (εμφάνιση φοβίας ή κάτι άλλο ισοδύναμο).

Όσο διαρκεί αυτή η νευρωτική διαδικασία, οι διάφορες αμυντικές θέσεις του Εγώ αλληλεπικαλύπτονται και συγχωνεύο­νται. Έτσι, ανατέμνοντας την προσωπικότητα, διαπιστώνουμε να συλλειτουργούν χαρακτηρολογικές αντιδράσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν διαφορετικά και σε διαφορετικές περιόδους. Κατά το στάδιο της τελικής κατάρρευσης του Εγώ, η ανατομή της προσωπικότητας προσομοιάζει σε μια λωρίδα γης μετά από έκρηξη ηφαιστείου, γεμάτη πετρώματα προερχόμενα από κάθε γεωλογικό στρώμα. Ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσουμε μέσα από αυτό το συνονθύλευμα την ουσιαστική σημασία και τον μηχανισμό κάθε χαρακτηρολογικής αντίδρασης. Μόλις τις ξεχωρίσουμε και τις καταλάβουμε, μας οδηγούν κατευθείαν στην κεντρική νηπιακή σύγκρουση.

3. Παράμετροι από τις οποίες εξαρτάται η διαφοροποίηση του χαρακτήρα

Ποιες είναι οι μέχρι στιγμής γνωστές παράμετροι, με βάση τις οποίες διαφοροποιείται η υγιής από την παθολογική θωράκιση; Η μελέτη μας για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα θα παραμένει στείρα θεωρητική ανάλυση αν δεν απαντήσουμε, στον βαθμό που μπορούμε, συγκεκριμένα σε αυτό το ερώτημα, ώστε κατ’ επέκταση να δοθούν και οι αντίστοιχες κατευθυντήριες γραμμές διαπαιδαγώγησης. Προειδοποιούμε, όμως, ότι λόγω της ηθικής που επικρατεί κοινωνικά ως προς τη σεξουαλικότητα, τα συμπεράσματα της έρευνάς μας που ακολουθούν θα φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση όποιον παιδαγωγό επιθυμεί να αναθρέψει υγιείς άνδρες και γυναίκες.

Κατ’ αρχάς να τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι η διαμόρφωση του χαρακτήρα δεν εξαρτάται μόνο από τη σύγκρουση ενστίκτου και ματαίωσης, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει αυτή η σύγκρουση, από το στάδιο της ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του οποίου συνέβησαν οι συγκρούσεις από τις οποίες διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας, και από τα συγκεκριμένα ένστικτα που ενεπλάκησαν στη σύγκρουση.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση, ας συνοψίσουμε τις σημαντικότερες παραμέτρους υπό την επίδραση των οποίων διαμορφώνεται ο χαρακτήρας. Στη σύνοψη αυτή περιλαμβάνονται οι ακόλουθες θεμελιώδεις παράμετροι από τις οποίες εξαρτάται το τελικό αποτέλεσμα της διαμόρφωσης του χαρακτήρα:

Τη φάση του σταδίου της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης[1] κατά την οποία ματαιώνεται η ενόρμηση.[2]

Η συχνότητα και η ένταση των ματαιώσεων.

Οι ενορμήσεις εναντίον των οποίων κατευθύνεται κυρίως η ματαίωση.

Η αναλογία ικανοποίησης-ματαίωσης.[3]

Το φύλο του προσώπου που είναι ο κύριος υπεύθυνος των ματαιώσεων.

Οι αντιφάσεις που εμπλέκονται με τις ματαιώσεις αυτές καθαυτές.

Όλες αυτές οι παράμετροι καθορίζονται από την επικρατούσα κοινωνικά άποψη περί εκπαίδευσης, ηθικής και ικανοποίησης των αναγκών. Σε τελική ανάλυση, από την επικρατούσα δομή από την οποία διέπεται η οικονομία της κοινωνίας.

Μελλοντικά, για την πρόληψη των νευρώσεων είναι απαραίτητο να διαμορφώνονται τέτοιοι χαρακτήρες, ώστε αφενός να στηρίζεται επαρκώς το Εγώ απέναντι στον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο, και αφετέρου να μην εμποδίζεται η απαραίτητη για την ψυχική οικονομία σεξουαλική και κοινωνική κινητικότητα. Πριν, λοιπόν, από οτιδήποτε άλλο πρέπει να κατανοήσουμε ποιες βασικές συνέπειες υφίσταται ένα παιδί αν η ικανοποίηση οποιουδήποτε ενστίκτου του ματαιωθεί.

Κάθε ματαίωση οφειλόμενη στις σημερινές μεθόδους εκπαίδευσης προκαλεί απόσυρση της λίμπιντο από το εξωτερικό περιβάλλον και συγκέντρωσή της στο Εγώ, με αποτέλεσμα την ενίσχυση του δευτερογενούς ναρκισσισμού.[4] Αυτό μόνο του αρκεί για να μεταμορφωθεί χαρακτηρολογικά το Εγώ και αναλογικά με την αύξηση της ευαισθησίας του, θα εκδηλωθεί ως ντροπαλότητα και αίσθηση έντονου άγχους. Αν το παιδί περιβάλλει με αγάπη το πρόσωπο που το ματαιώνει, όπως συνήθως συμβαίνει, τότε αναπτύσσει αμφιθυμία προς αυτό το πρόσωπο, και αργότερα ταυτίζεται μαζί του. Πέραν της καταστολής, το παιδί εσωτερικεύει ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προσώπου αυτού, και μάλιστα ακριβώς εκείνα που κατευθύνονται εναντίον των δικών του ενστίκτων. Επομένως, αυτό που ουσιαστικά συμβαίνει είναι ότι το ένστικτο καταπιέζεται ή αναχαιτίζεται με κάποιον άλλον τρόπο.

Όμως, η επίπτωση της ματαίωσης επί του χαρακτήρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τον χρόνο που συμβαίνει η ματαίωση. Αν συμβεί στα αρχικά στάδια ανάπτυξης της ενόρμησης, η απώθηση είναι πλήρης. Αν και η νίκη είναι ολοκληρωτική, η ενόρμηση δεν είναι δυνατόν να εξιδανικευτεί ούτε και να ικανοποιηθεί συνειδητά. Για παράδειγμα, με την πρόωρη απώθηση του πρωκτικού ερωτισμού εμποδίζεται η ανάπτυξη πρωκτικών μετουσιώσεων και προετοιμάζεται το έδαφος για να αναπτυχθούν σοβαρής μορφής πρωκτικοί αντιδραστικοί σχηματισμοί. Και το πιο σημαντικό από την άποψη του χαρακτήρα είναι το γεγονός ότι με τον αποκλεισμό των ενορμήσεων από τη δομή της προσωπικότητας βλάπτεται η δραστηριότητά της συνολικά. Αυτό, για παράδειγμα, το διαπιστώνουμε σε παιδιά των οποίων η επιθετικότητα και η κινητική ηδονή αναστάλθηκαν πρόωρα. Αργότερα μειώνεται και η ικανότητά τους να εργαστούν.

Από την άλλη μεριά, στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής της, μια ενόρμηση δεν μπορεί να απωθηθεί πλήρως. Αν η ματαίωση συμβεί σε αυτό το χρονικό σημείο το πιθανότερο είναι να δημιουργηθεί μια ανεπίλυτη σύγκρουση μεταξύ απαγόρευσης και ενόρμησης. Με την απότομη, απροσδόκητη ματαίωση μιας πλήρως αναπτυγμένης ενόρμησης τίθενται τα θεμέλια ανάπτυξης μιας παρορμητικής προσωπικότητας.[5] Σε αυτές τις περιπτώσεις, το παιδί δεν αποδέχεται ολοκληρωτικά την απαγόρευση. Ωστόσο, εμφανίζονται αισθήματα ενοχής, εξαιτίας των οποίων επιτείνονται οι παρορμητικές πράξεις ώσπου τελικά μετατρέπονται σε ψυχαναγκαστικές παρορμήσεις. Γι’ αυτό στους παρορμητικούς ψυχοπαθείς ανακαλύπτουμε μια αδιαμόρφωτη δομή χαρακτήρα, ακριβώς αντίθετη από αυτό που απαιτείται για να θωρακιστεί επαρκώς το άτομο απέναντι στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο. Χαρακτηριστικό του παρορμητικού τύπου είναι ότι ο αντιδραστικός σχηματισμός δεν χρησιμοποιείται εναντίον των παρορμήσεων, αλλά οι ίδιες οι παρορμήσεις (κυρίως σαδιστικές παρορμήσεις) επιστρατεύονται ως άμυνα σε φαντασιακές καταστάσεις κινδύνου, καθώς και εναντίον τού κινδύνου που οφείλεται σε αυτές καθαυτές τις παρορμήσεις. Εξαιτίας της διαταραγμένης γενετήσιας δομής, η οικονομία της λίμπιντο είναι σε άθλια κατάσταση, με αποτέλεσμα να αυξάνεται περιστασιακά το άγχος εξαιτίας της σεξουαλικής λίμνασης και μαζί του να επιτείνονται οι αντιδράσεις του χαρακτήρα, οδηγώντας συχνά σε υπερβολές κάθε είδους.

Αντίθετος του παρορμητικού είναι ο χαρακτήρας με ανεσταλμένες ενορμήσεις. Όπως ο παρορμητικός χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση μεταξύ των πλήρως αναπτυγμένων ενστίκτων και της απότομης ματαίωσής τους, ο ανεσταλμένος τύπος χαρακτηρίζεται από συσσώρευση ματαιώσεων και άλλων μέτρων διαπαιδαγώγησης που αναστέλλουν τις ενορμήσεις από την αρχή μέχρι το τέλος της ανάπτυξής τους. Η χαρακτηρολογική θωράκιση που αναπτύσσεται σε αυτόν τον τύπο τείνει προς την ακαμψία, του περιορίζει σημαντικά την ψυχική ευελιξία και αποτελεί την αντιδραστική βάση από την οποία θα προκύψουν προσβολές κατάθλιψης και ψυχαναγκαστικά συμπτώματα (ανεσταλμένη επιθετικότητα). Επιπλέον, υπό την επίδρασή της διαμορφώνονται άνθρωποι δουλοπρεπείς και πολίτες χωρίς κριτική ικανότητα. Και σε αυτό το σημείο η θωράκιση εμπλέκεται με την κοινωνιολογία.

Μεγάλη σημασία για τη διαμόρφωση της σεξουαλικής ζωής ενός ανθρώπου έχει το φύλο και ο χαρακτήρας του ατόμου που αναλαμβάνει την ευθύνη της ανατροφής του.

Θα απλουστεύσουμε την πολυπλοκότητα της επίδρασης που ασκείται στο παιδί από την αυταρχική κοινωνία θεωρώντας ότι εφόσον το σύστημα διαπαιδαγώγησης στηρίζεται στην οικογένεια ως κοινωνική μονάδα, τότε οι γονείς λειτουργούν ως οι κύριοι εφαρμοστές της κοινωνικής επιρροής. Λόγω της, ασυνείδητης συνήθως, επίδρασης της σεξουαλικότητας στη στάση των γονέων προς τα παιδιά τους, ο πατέρας συμπαθεί περισσότερο και τείνει να περιορίζει και να διαπαιδαγωγεί λιγότερο την κόρη, ενώ η μητέρα συμπαθεί περισσότερο και τείνει να περιορίζει και να διαπαιδαγωγεί λιγότερο τον γιο. Επομένως, εξαιτίας αυτής της ασυνείδητης σεξουαλικής στάσης, στις περισσότερες περιπτώσεις στην ανατροφή του παιδιού συνεισφέρει περισσότερο ο γονέας του ίδιου φύλου. Επομένως, με μια επιφύλαξη επειδή κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού και για τη συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού την κύρια ευθύνη της ανατροφής του παιδιού την αναλαμβάνει η μητέρα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι επικρατεί η ταύτιση του παιδιού με τον γονέα του ίδιου φύλου, δηλαδή η κόρη αναπτύσσει μητρικό Εγώ και Υπερεγώ, ενώ ο γιος πατρικό. Όμως, λόγω της ειδικής διάρθρωσης ορισμένων οικογενειών ή λόγω του χαρακτήρα ορισμένων γονέων, υπάρχουν συχνά παρεκκλίσεις. Θα αναφέρουμε μερικές τυπικές περιπτώσεις ανάπτυξης τέτοιων άτυπων ταυτίσεων.

Ας αρχίσουμε εξετάζοντας τις σχέσεις στην περίπτωση των αγοριών. Υπό κανονικές συνθήκες, όπου στο αγόρι αναπτύσσεται το απλό οιδιπόδειο σύμπλεγμα, επειδή η μητέρα το συμπαθεί περισσότερο και το ματαιώνει λιγότερο απ’ όσο ο πατέρας, τότε το αγόρι θα ταυτιστεί με τον πατέρα και —υπό την προϋπόθεση να έχει ο πατέρας ενεργητική και αρρενωπή[6] φύση— θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ανδροπρεπώς. Αν όμως, η μητέρα έχει αυστηρή, «ανδροπρεπή» προσωπικότητα και οι κύριες ματαιώσεις προέρχονται από εκείνη, το αγόρι θα ταυτιστεί κυρίως μαζί της και, ανάλογα με το ερωτογόνο στάδιο κατά το οποίο του επιβάλλονται οι μητρικοί περιορισμοί, η ταύτιση με τη μητέρα θα γίνει είτε σε φαλλική είτε σε πρωκτική βάση. Με υπόβαθρο την φαλλικού τύπου μητρική ταύτιση, συνήθως προκύπτει φαλλικός ναρκισσιστικός χαρακτήρας, του οποίου ο ναρκισσισμός και ο σαδισμός κατευθύνονται κυρίως εναντίον των γυναικών (εκδίκηση εναντίον της αυστηρής μητέρας). Η στάση αυτή αποτελεί χαρακτηρολογική αντίσταση εναντίον τής βαθιά απωθημένης αρχικής αγάπης προς τη μητέρα, μιας αγάπης η οποία δεν μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει λόγω της ματαιωτικής συμπεριφοράς της και της ταύτισης του αγοριού μαζί της, και κατέληξε σε απογοήτευση. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: η αγάπη αυτή μετατράπηκε στην εν λόγω χαρακτηρολογική στάση, από την οποία, όμως, μπορεί να απελευθερωθεί μέσω της ανάλυσης.

Με την πρωκτικού τύπου μητρική ταύτιση προκύπτει χαρακτήρας παθητικός και θηλυπρεπής — προς τις γυναίκες, αλλά όχι προς τους άντρες. Από τέτοιου είδους ταυτίσεις δημιουργείται συχνά η βάση της μαζοχιστικής διαστροφής σε συνδυασμό με τη φαντασίωση μιας αυστηρής γυναίκας. Με τη διαμόρφωση αυτού του χαρακτήρα συνήθως εξυπηρετείται η άμυνα εναντίον φαλλικών επιθυμιών οι οποίες, για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την παιδική ηλικία, κατευθύνθηκαν με σφοδρότητα προς τη μητέρα. Η πρωκτική ταύτιση με τη μητέρα υποστηρίζεται από τον φόβο ευνουχισμού από εκείνη. Η ειδική ερωτογόνος βάση της συγκεκριμένης διαμόρφωσης χαρακτήρα είναι η πρωκτικότητα.

Ο άντρας παθητικός θηλυπρεπής χαρακτήρας ταυτίζεται πάντα με τη μητέρα. Επειδή για τον συγκεκριμένο τύπο χαρακτήρα η μητέρα είναι ο ματαιωτικός γονέας, είναι επίσης και το αντικείμενο του φόβου που γεννά αυτήν τη στάση. Υπάρχει, όμως, και άλλος τύπος παθητικού θηλυπρεπούς χαρακτήρα ο οποίος δημιουργείται εξαιτίας της υπερβολικής αυστηρότητας εκ μέρους του πατέρα. Διαμορφώνεται με τον ακόλουθο τρόπο: φοβούμενο την πραγμάτωση των γενετήσιων επιθυμιών του, το αγόρι αποσύρεται από την αρρενωπή φαλλική θέση, κατευθύνεται προς την θηλυπρεπή πρωκτική θέση, ταυτίζεται με τη μητέρα και υιοθετεί παθητική θηλυπρεπή στάση προς τον πατέρα, και αργότερα προς κάθε άλλο άτομο εξουσίας. Αυτός ο τύπος χαρακτηρίζεται από υπερβάλλουσα ευγένεια και υποχωρητικότητα, μαλθακότητα και τάση προς ύπουλη διαγωγή. Αυτήν τη στάση τη χρησιμοποιεί για να αποκρούσει τις ενεργητικές ανδροπρεπείς επιδιώξεις, και πάνω απ’ όλα να αποκρούσει το απωθημένο μίσος του προς τον πατέρα. Παράλληλα με την de facto παθητική θηλυπρεπή ιδοσυγκρασία του (μητρική ταύτιση του Εγώ), έχει ταυτιστεί με τον πατέρα του στο Ιδανικό του Εγώ του (πατρική ταύτιση στο Υπερεγώ και στο Ιδανικό του Εγώ). Ωστόσο, αδυνατεί να πραγματώσει αυτήν την ταύτιση επειδή δεν διαθέτει τη φαλλική θέση. Θα είναι πάντα θηλυπρεπής και θα επιθυμεί να είναι ανδροπρεπής. Στην προσωπικότητά του είναι εμφανής η καταπίεση (άλλες φορές η ταπεινότητα), από το σοβαρής μορφής σύμπλεγμα κατωτερότητας, ως αποτέλεσμα της έντασης μεταξύ του θηλυπρεπούς Εγώ και του ανδροπρεπούς Ιδανικού του Εγώ. Διαπιστώνεται πάντα σοβαρή διαταραχή της σεξουαλικής ικανότητας σε τέτοια περιστατικά, κάτι με το οποίο ερμηνεύεται λογικά η όλη κατάσταση.

Αν συγκρίνουμε τον παραπάνω τύπο χαρακτήρα με τον άλλον που ταυτίζεται φαλλικά με τη μητέρα, βλέπουμε ότι ο φαλλικός ναρκισσιστικός χαρακτήρας αποκρούει επιτυχώς το σύμπλεγμα κατωτερότητας, το οποίο ανιχνεύεται μόνο από το μάτι του ειδικού. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας του παθητικού θηλυπρεπούς χαρακτήρα, από την άλλη μεριά, είναι εμφανέστατο. Η διαφορά οφείλεται στα βασικά χαρακτηριστικά των ερωτογόνων ζωνών. Στην περίπτωση της φαλλικής λίμπιντο είναι εφικτή η πλήρης αναπλήρωση κάθε στάσης που δεν συμμορφώνεται με το αρρενωπό πρότυπο του Ιδανικού του Εγώ, ενώ αν η κεντρική θέση στη σεξουαλική δομή ενός άνδρα καταληφθεί από πρωκτική λίμπιντο, τέτοιου είδους αναπληρώσεις αποκλείονται.

Για το κορίτσι ισχύει το αντίστροφο: ένας επιτρεπτικός πατέρας το πιθανότερο είναι να συμβάλλει στην εδραίωση ενός θηλυπρεπούς χαρακτήρα παρά ένας πατέρας αυστηρός ή βάναυσος. Από τον μεγάλο αριθμό των κλινικών συγκρίσεων προκύπτει ότι το κορίτσι αντιδρά σε έναν πατέρα βάναυσο διαμορφώνοντας σκληρό ανδροπρεπή χαρακτήρα. Ενεργοποιείται ο διαρκώς παρών φθόνος του πέους και σχηματοποιείται σε ένα σύμπλεγμα αρρενωπότητας μέσω χαρακτηρολογικών μεταβολών του Εγώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη σκληρή αρρενωπή επιθετική εμφάνισή του, το κορίτσι θωρακίζεται εναντίον της νηπιακής θηλυπρεπούς στάσης προς τον πατέρα, την οποία έπρεπε να απωθήσει εξαιτίας της ψυχρότητας και της σκληρότητάς του. Αν, από την άλλη μεριά, ο πατέρας είναι καλός και το αγαπάει, τότε το μικρό κορίτσι διατηρεί ή φθάνει ακόμα και να αναπτύξει εκτενώς την αντικειμενοτρόπο αγάπη, με εξαίρεση τις αισθησιακές συνιστώσες της. Δεν του είναι αναγκαίο να ταυτιστεί με τον πατέρα. Και σε αυτήν την περίπτωση αναπτύσσεται, συνήθως, φθόνος του πέους, επειδή όμως οι ματαιώσεις στην ετεροφυλοφιλική σφαίρα είναι σχετικά ασθενείς, η διαμόρφωση του χαρακτήρα δεν επηρεάζεται σημαντικά. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το σημαντικό δεν είναι αν κάποια γυναίκα έχει ή όχι φθόνο του πέους. Το σημαντικό είναι αν και πώς επηρεάζει τον χαρακτήρα της και αν της προκαλεί συμπτώματα. Αποφασιστικής σημασίας γι’ αυτόν τον τύπο χαρακτήρα είναι η μητρική ταύτιση που γίνεται στο επίπεδο του Εγώ και εκφράζεται με χαρακτηρολογικά γνωρίσματα που ονομάζουμε «θηλυπρεπή».

Η διατήρηση μιας τέτοιας δομής χαρακτήρα εξαρτάται από τη μονιμοποίηση ή μη του κολπικού ερωτισμού ως τμήμα της θηλυκότητας κατά την εφηβεία. Σε αυτήν την ηλικία, και υπό την επίδραση σοβαρής μορφής απογοητεύσεων από τον πατέρα ή από κάποιο άλλο πατρικό πρότυπο, το κορίτσι ταυτίζεται μαζί του σε φαλλικό επίπεδο, το οποίο δεν συνέβη κατά την παιδική ηλικία, ενεργοποιείται ο λανθάνων φθόνος του πέους και, ακόμα και σε τόσο προχωρημένο στάδιο, ο χαρακτήρας του μετασχηματίζεται προς την ανδροπρέπεια. Αυτό το παρατηρούμε συχνά σε κορίτσια που καταπιέζουν τις ετεροφυλοφιλικές τους επιθυμίες για λόγους ηθικής (ταυτίζονται με την αυταρχική, ηθικολόγο μητέρα) και με αυτόν τον τρόπο καταλήγουν να απογοητεύονται από τους άνδρες. Στην πλειονότητά τους, αυτές οι κατά τα άλλα θηλυπρεπείς γυναίκες τείνουν προς την υστερία. Διαπιστώνουμε ότι διαρκώς ωθούνται προς το γενετήσιο αντικείμενο (φλερτάρουν συνεχώς) και αμέσως αποσύρονται στον εαυτό τους, κατάσταση που οδηγεί στην ανάπτυξη γενετήσιου άγχους, αν ο γενετήσιος στόχος πλησιάσει να επιτευχθεί (υστερικό γενετήσιο άγχος). Ο υστερικός χαρακτήρας σε μια γυναίκα λειτουργεί ως προστασία εναντίον των δικών της γενετήσιων επιθυμιών και εναντίον της αρσενικής επιθετικότητας του αντικειμένου. Θα το αναλύσουμε αυτό παρακάτω και με περισσότερες λεπτομέρειες.

Μερικές φορές στην πρακτική μας συναντάμε μια πολύ ειδική περίπτωση, όπου μια αυστηρή και σκληρή μητέρα ανατρέφει την κόρη της έτσι ώστε να μην είναι ούτε ανδροπρεπής ούτε θηλυπρεπής, αλλά να παραμείνει παιδί ή να καταφύγει στην παιδικότητα αργότερα. Αυτού του είδους η μητέρα δεν δίνει στο παιδί της αρκετή αγάπη. Η αμφιθυμική σύγκρουση που δημιουργείται σε σχέση με τη μητέρα είναι πολύ πιο ισχυρή από την πλευρά του μίσους, και ο φόβος προς το μίσος κάνει το παιδί να αποσύρεται στο στοματικό στάδιο της ψυχοσεξουα­λικής ανάπτυξης. Δηλαδή το κορίτσι μισεί τη μητέρα σε γενετήσιο επίπεδο, απωθεί το μίσος του και, αφού υιοθετήσει τη στοματική στάση, το μετατρέπει σε αντιδραστική αγάπη προς τη μητέρα και σε εξάρτηση από αυτήν σε βαθμό αναπηρίας. Αυτές οι γυναίκες αναπτύσσουν μια περίεργη, μαζοχιστικού τύπου προσκόλληση προς τις μεγαλύτερες σε ηλικία ή προς τις παντρεμένες γυναίκες, ρέπουν προς την παθητική ομοφυλοφιλία (αιδοιολειξία σε περίπτωση διαστροφής), κανονίζουν να τις φροντίζουν μεγαλύτερες γυναίκες, ελάχιστα ενδιαφέρονται για τους άντρες και, γενικότερα, συμπεριφέρονται ως «μωρά». Η στάση αυτή, όπως και κάθε άλλη χαρακτηρολογική στάση, αποτελεί θωράκιση εναντίον απωθημένων επιθυμιών και λειτουργεί ως άμυνα εναντίον κάθε εξωτερικά προερχόμενου ερεθίσματος. Εδώ ο χαρακτήρας λειτουργεί ως στοματική άμυνα εναντίον του ισχυρού μίσους προς τη μητέρα, πίσω από το οποίο με δυσκολία ανακαλύπτουμε την αντιστοίχως αποκρουσθείσα φυσική θηλυπρεπή στάση προς τους άνδρες.

Μέχρι στιγμής, εστιάσαμε την προσοχή μας και αναλύσαμε πόσο σημαντικά επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα το φύλο του ατόμου που ευθύνεται για τη ματαίωση των σεξουαλικών επιθυμιών του παιδιού. Κατά την ανάλυση αυτή θίξαμε το ζήτημα του χαρακτήρα των ενηλίκων μόνο κατά το μέτρο που τους αποδώσαμε «αυστηρή» ή «ήπια» επίδραση προς το παιδί. Ωστόσο, η διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού επηρεάζεται σημαντικά και από την ιδιοσυγκρασία των γονέων, η οποία καθορίστηκε από τις γενικές και από τις ειδικές κοινωνικές επιρροές που δέχθηκαν κατά τη δική τους παιδική ηλικία. Πολλά από αυτά που η επίσημη ψυχιατρική θεωρεί κληρονομικά (τα οποία, παρεμπιπτόντως, αδυνατεί να εξηγήσει), αν αναλυθούν διεξοδικά, αποδεικνύεται ότι οφείλονται σε πρώιμες συγκρουσιακές ταυτίσεις.

Δεν αρνούμαστε τον ρόλο της κληρονομικότητας στη διαμόρφωση των τρόπων αντίδρασης. Το νεογέννητο παιδί έχει —σίγουρα— κι αυτό τον «χαρακτήρα» του. Ισχυριζόμαστε, όμως, ότι από το περιβάλλον ασκείται η αποφασιστική επίδραση και έτσι καθορίζεται αν η όποια υπάρχουσα τάση θα αναπτυχθεί και θα ενισχυθεί ή αν θα παραμείνει ανενεργή. Το ισχυρότερο αντεπιχείρημα στην άποψη περί έμφυτου χαρακτήρα προέρχεται από ασθενείς από την ανάλυση των οποίων αποδεικνύεται ότι ενώ αντιδρούσαν με συγκεκριμένο τρόπο μέχρι μια ορισμένη ηλικία, κατόπιν εξελίχθηκαν σε έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, να ήταν ενθουσιώδεις στην αρχή και αργότερα να έγιναν καταθλιπτικοί, ή πείσμωνες στην αρχή και μετά ήσυχοι και ανεσταλμένοι. Αν και φαίνεται πολύ πιθανόν ορισμένα στοιχεία της προσωπικότητας να είναι έμφυτα και αμετάβλητα, η υπερβολική έμφαση στον κληρονομικό παράγοντα πηγάζει αναμφίβολα από τον ασυνείδητο φόβο όσων θα προκύψουν αν αξιολογηθούν ορθά οι επιπτώσεις της διαπαιδαγώγησης.

Τι ισχύει πραγματικά δεν θα το μάθουμε τελεσίδικα παρά μόνον αν κάποιο έγκυρο ινστιτούτο αποφασίσει να διεξάγει ένα ευρείας κλίμακας πείραμα, για παράδειγμα να απομονωθούν εκατό παιδιά προερχόμενα από ψυχοπαθείς γονείς αμέσως μετά τη γέννησή τους, να ανατραφούν με τον ίδιο τρόπο διαπαιδαγώγησης και αργότερα τα αποτελέσματα να συγκριθούν με τα αποτελέσματα εκατό άλλων παιδιών που μεγάλωσαν σε ψυχοπαθητικό περιβάλλον.

Με μια σύντομη ανασκόπηση των βασικών χαρακτηροδομών που σκιαγραφήσαμε προηγουμένως, διαπιστώνουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό σε όλες: υποκινούνται από τη σύγκρουση που δημιουργείται από τη σχέση παιδιού-γονέα. Προκύπτουν από την προσπάθεια να επιλυθεί η σύγκρουση με συγκεκριμένο τρόπο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η συγκεκριμένη επίλυση στις επόμενες γενιές. Κάποτε, ο Φρόιντ ανέφερε ότι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα παραγκωνίζεται εξαιτίας του άγχους ευνουχισμού. Μπορούμε τώρα να προσθέσουμε ότι αυτό πράγματι συμβαίνει με τη διαφορά ότι επανεμφανίζεται με άλλη μορφή, διότι μετατρέπεται σε χαρακτηρολογικές αντιδράσεις με τις οποίες, αφενός εκδηλώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά του αλλά αφού διαστρεβλωθούν, και αφετέρου δημιουργούν αντιδραστικούς σχηματισμούς για να αναχαιτιστούν τα ίδια τα βασικά στοιχεία του.

Συνοψίζοντας, μπορούμε επίσης να πούμε ότι ο νευρωτικός χαρακτήρας, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή, οικοδομείται αποκλειστικά από συμβιβασμούς, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σύμπτωμα. Εμπεριέχει και την νηπιακή ενστικτώδη απαίτηση και την άμυνα με την οποία αναχαιτίζεται, η οποία προέρχεται είτε από το ίδιο, είτε από δια­φορετικό στάδιο ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Η βασική νηπια­κή σύγκρουση συνεχίζει να υφίσταται, αλλά μεταμορφώνεται σε συγκεκριμένης μορφής στάσεις που αναδύονται ως αυτόματοι χρόνιοι τρόποι αντίδρασης, τους οποίους, αργότερα, μέσω της ανάλυσης θα πρέπει να εκμαιεύσουμε.

Διεισδύοντας σε αυτό το στάδιο της ανθρώπινης ανάπτυξης είμαστε πλέον σε θέση να απαντήσουμε στο ερώτημα που έθεσε ο Φρόιντ: τα απωθημένα στοιχεία παραμένουν ως διπλές καταγραφές, ως μνημονικά ίχνη, ή με κάποια άλλη μορφή; Μπορούμε πλέον επιφυλακτικά να συμπεράνουμε ότι όσα στοιχεία νηπιακής εμπειρίας δεν ενσωματώνονται στον χαρακτήρα διατηρούνται ως συγκινησιακά φορτισμένα μνημονικά ίχνη, ενώ όσα στοιχεία απορροφώνται και γίνονται μέρος του χαρακτήρα διατηρούνται ως συγκαιρινός τρόπος αντίδρασης. Αν και αυτή η διεργασία είναι εξαιρετικά ασαφής, αναμφίβολα υπάρχει ένα «λειτουργικό συνεχές», δεδομένου ότι με την αναλυτική θεραπεία καταφέρνουμε να αναγάγουμε τέτοιους χαρακτηρολογικούς σχηματισμούς στα αρχικά συστατικά τους. Δεν έχουμε τόσο να κάνουμε με μια διεργασία επαναφοράς στην επιφάνεια ενός στοιχείου που έχει χαθεί στο βάθος, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της υστερικής αμνησίας, αλλά μάλλον με μια διεργασία που μοιάζει με την απομόνωση και την ανάκτηση ενός στοιχείου από μια χημική ένωση. Επίσης, μπορούμε πλέον να κατανοήσουμε από καλύτερη θέση για ποιον λόγο, σε ορισμένες οξείες περιπτώσεις νεύρωσης του χαρακτήρα, αδυνατούμε να εξαλείψουμε την οιδιπόδεια σύγκρουση αναλύοντας μόνο το περιεχόμενο. Ο λόγος είναι ότι η οιδιπόδεια σύγκρουση δεν υφίσταται πλέον στο παρόν, και μόνο μέσω της αναλυτικής διάλυσης των τυπικών τρόπων αντίδρασης μπορούμε να την προσεγγίσουμε.

Η κατάταξη των κύριων τύπων χαρακτήρα που ακολουθεί βασίζεται στην απομόνωση των ειδικών παθογνωμικών ψυχικών δυναμικών από τα άλλα που προσανατολίζονται προς την πραγματικότητα, και δεν είναι, επ’ ουδενί λόγο, θεωρητικό πάρεργο. Με αυτές τις διαφοροποιήσεις ως αφετηρία, θα προσπαθήσουμε να καταλήξουμε σε μια θεωρία ψυχικής οικονομίας, πρακτικά εφαρμόσιμης στον τομέα της διαπαιδαγώγησης. Φυσικά, εναπόκειται στην κοινωνία να πραγματώσει και να ενθαρρύνει (ή να απορρίψει) την πρακτική εφαρμογή μιας τέτοιας θεωρίας ψυχικής οικονομίας. Και η σύγχρονη κοινωνία, με την αρνητική προς τη σεξουαλικότητα ηθική της και με την οικονομική αδυναμία της να εξασφαλίσει στις μάζες των μελών της ακόμα και τα απολύτως απαραίτητα, απέχει πολύ τόσο από την αναγνώριση μιας τέτοιας πιθανότητας, όσο και από την πρακτική εφαρμογή της. Αυτό θα γίνει αμέσως κατανοητό όταν, αργότερα θα ισχυριστούμε ότι ο γονικός δεσμός, η καταπίεση του αυνανισμού σε νεαρή ηλικία, η απαίτηση εγκράτειας κατά την εφηβεία, και ο εγκλεισμός του σεξουαλικού ενδιαφέροντος στον θεσμό του γάμου (που σήμερα δικαιολογείται κοινωνιολογικά), είναι ακριβώς οι αντίθετες από τις συνθήκες που απαιτούνται για να αναπτύξουμε και να υποστηρίξουμε μια ψυχική οικονομία βασισμένη στη σεξουαλική οικονομία. Η επικρατούσα σεξουαλική ηθική δεν μπορεί παρά να προετοιμάζει το έδαφος για τις νευρώσεις του χαρακτήρα. Η σεξουαλική και η ψυχική οικονομία είναι ανέφικτες υπό τις συνθήκες που επιβάλλει η ηθική που τόσο παθιασμένα προκρίνεται σήμερα. Και αυτή είναι μια από τις πιο ανελαστικές κοινωνικές επιπτώσεις που προέκυψαν από την ψυχαναλυτική διερεύνηση των νευρώσεων.

[1] στμ: Βλ. «Παράρτημα της ελληνικής έκδοσης», «Ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη: Ερωτογόνες ζώνες και λιμπιντικά στάδια», σ. 477.

[2] στεε: Δηλαδή πόσο πρώιμα ή όψιμα, κατά τη διάρκεια του σταδίου.

[3] στεε: Δηλαδή σε ποιο βαθμό η ενόρμηση ικανοποιήθηκε και σε ποιο βαθμό ματαιώθηκε.

[4] Σημείωση του 1945: Με όρους οργονικής βιοφυσικής: Με τη συνεχή ματαίωση των πρωτογενών φυσικών αναγκών προκαλείται χρόνια συστολή του βιοσυστήματος (μυϊκή θωράκιση, συμπαθητικοτονία, κ.λπ.). Εξαιτίας της σύγκρουσης μεταξύ των ανεσταλμένων πρωτογενών ορμών και της θωράκισης δημιουργούνται δευτερογενείς, αντικοινωνικές παρορμήσεις (σαδισμός, κ.λπ.). Κατά τη διαδικασία διέλευσης μέσω της θωράκισης, οι πρωτογενείς βιολογικές ενορμήσεις μετασχηματίζονται σε καταστροφικές σαδιστικές παρορμήσεις.

[5] Βλ. Ράιχ, Ο παρορμητικός χαρακτήρας, εκδ. Ελεύθερος Τύπος.

[6] στμ: Οι λέξεις «αρρενωπός» και «ανδροπρεπής» δεν είναι απολύτως συνώνυμες. Με την πρώτη υποδηλώνονται έντονα ανδρικά χαρακτηριστικά και γι’ αυτό λογικά πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για άνδρες. Με τη δεύτερη υποδηλώνονται απλώς τα ανδρικά χαρακτηριστικά και γι’ αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίζει γυναίκες που εμφανίζουν ανδρικά χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές. Το αντίθετο του «θηλυπρεπής» δεν μπορεί να είναι το «αρρενωπός» αλλά το «ανδροπρεπής».