Απόσπασμα από το βιβλίο του Βίλχελμ Ράιχ Αιθέρας, Θεός και διάβολος

Εδώ δεν έχουμε πρόθεση να επιβεβαιώσουμε την υπόθεση ύπαρξης ενός αιθέρα που διαποτίζει τα πάντα, ούτε να τον ταυτοποιήσουμε με την κοσμική οργονική ενέργεια. Σε αυτό το σημείο, αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι την ύπαρξη μιας μορφής ενέργειας η οποία μπορεί να παρατηρηθεί, να επιδειχθεί πειραματικά και διαποτίζει τα πάντα. Με την ανακάλυψή της συμπληρώνονται τα κενά που υπήρχαν στην κατανόηση του σύμπαντος, τα οποία πολλές γενεές φυσικών και φιλοσόφων προσπάθησαν σκληρά αλλά μάταια, να συνδέσουν εισάγοντας την υπόθεση ύπαρξης ενός πρωταρχικού υποστρώματος, του «αιθέρα», από τον οποίο απορρέουν όλες οι βασικές λειτουργίες της φύσης και διαποτίζει τα πάντα.

Παρόλο που η διάρκεια της έρευνας επί των κοσμικών οργονομικών λειτουργιών είναι πολύ μικρή, όχι μεγαλύτερη από μία δεκαετία, από τις παρατηρήσεις που έγιναν σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα έχουμε καταλήξει στο ακόλουθο συμπέρασμα:

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ «ΚΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ» ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. «ΚΕΝΟ» ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ. ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΕΧΕΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΝΑ ΑΝΑΠΑΡΑΧΘΟΥΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΣΕ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. ΟΙ ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΠΑΡΚΩΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΝΟΜΑΣΑΜΕ «ΚΟΣΜΙΚΗ ΟΡΓΟΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ».

Ας συνοψίσουμε πρώτα τα γενικά συμπεράσματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι το διάστημα δεν είναι κενό, και αμέσως μετά τα φαινόμενα που μας υποχρέωσαν να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο υποτιθέμενος, μέχρι προσφάτως, «αιθέρας» είναι στην πραγματικότητα η αρχέγονη κοσμική ενέργεια, η ύπαρξη και η ανακάλυψη της οποίας επιβεβαιώνεται επιτέλους, απτά και πρακτικά, και γίνεται προσβάσιμη μέσω παρατήρησης και πειραματισμού.

  1. Όλες οι φυσικές θεωρίες που στηρίζονται στην υπόθεση περί «κενού διαστήματος» καταρρέουν εάν, και μόνο εάν, τα αφηρημένα μαθηματικά σχήματα με τα οποία περιγράφονται οι φυσικές ιδιότητες του διαστήματος αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις νέες τεκμηριωμένες παρατηρήσεις.
  2. Οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το «διάστημα» πρέπει να είναι αυστηρά φυσικές, και πειραματικά παρατηρήσιμες και αναπαράξιμες υπό συνθήκες υψηλού κενού.
  3. Η θεωρητική παραδοχή της ύπαρξης του «αιθέρα» συνεχίζει να ισχύει. Τα φαινόμενα στο «κενό» πρέπει να συμμορφώνονται με τις ιδιότητες που αποδόθηκαν στον αιθέρα για να εξηγηθούν οι λειτουργίες των επιδράσεων πεδίου στο διάστημα, όπως η βαρύτητα, το φως, η παγκόσμια έλξη, η «μετάδοση θερμότητας από τον Ήλιο στη Γη», κτλ.
  4. Πρέπει να εξηγήσουμε για ποιο λόγο το πείραμα Μάικελσον-Μόρλεϊ, που σχεδιάστηκε για να αποδειχθεί η ύπαρξη του αιθέρα, είχε αρνητικό αποτέλεσμα.

Το σκεπτικό, βάσει του οποίου πραγματοποιήθηκε το πείραμα Μάικελσον-Μόρλεϊ, βασίστηκε σε λανθασμένες υποθέσεις. Η οργονική φυσική ξεκινά με τελείως διαφορετικές παρατηρήσεις και νέες θεωρητικές υποθέσεις. Από οργονομική άποψη, η ίδια η συλλογιστική αντιμετωπίζεται ως λειτουργία της φύσης. Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα που προκύπτουν μέσω της συλλογιστικής, εκλαμβάνονται ως δευτερεύοντα σε σχέση με τις παρατηρήσιμες λειτουργίες της φύσης. Ως λειτουργιστές, ενδιαφερόμαστε κυρίως για τις παρατηρήσιμες λειτουργίες της φύσης. Από αυτές καταλήγουμε στις λειτουργίες της ανθρώπινης συλλογιστικής μέσω άλλων, συγκινησιακών (βιοενεργειακών) λειτουργιών, οι οποίες γίνονται αισθητές στον παρατηρητή. Στο μέτρο που η παρατηρήσιμη φύση δεν αποτελεί το σημείο αφετηρίας της ανθρώπινης συλλογιστικής, και, επιπλέον, στο μέτρο που η λειτουργία της ίδιας της συλλογιστικής δεν επάγεται λογικά και με συνέπεια από παρατηρήσεις λειτουργιών της φύσης, αισθητές από τον παρατηρητή, τότε για κάθε αποτέλεσμα που προέκυψε μέσω συλλογιστικής που δεν βασίστηκε σε παρατηρήσεις, εγείρονται ερωτηματικά για την ορθότητά του, τόσο λόγω μεθόδου, όσο και λόγω δεδομένων. Αυτό είναι εμφανέστατο για το συμπέρασμα που προέκυψε, με τέτοια συλλογιστική, από την αρνητική έκβαση του πειράματος Μάικελσον. Αν και οφείλω να αφήσω τη διεξοδική κριτική αξιολόγηση του πειράματος στους φυσικούς, τους εξοικειωμένους με το σκεπτικό επί του οποίου βασίστηκε, θα παραθέσω μερικά σχόλια που δικαιολογούνται από συγκεκριμένες παρατηρήσεις της οργονικής φυσικής:

α) Στο σκεπτικό του πειράματος Μάικελσον περιλαμβάνεται η υπόθεση ότι ο αιθέρας βρίσκεται σε ηρεμία. Επομένως, η Γη κινείται μέσα σε έναν στατικό αιθέρα. Η υπόθεση αυτή αποδείχθηκε σαφώς εσφαλμένη από την παρατήρηση της ατμοσφαιρικής οργόνης. Αν ο «αιθέρας» ως υπόθεση σχετίζεται με την κοσμική οργονική ενέργεια, τότε δεν είναι στατικός, και μάλιστα κινείται ταχύτερα από τον πλανήτη Γη. Η κίνηση της υδρογείου σε σχέση με τον περιβάλλοντα ωκεανό κοσμικής οργόνης δεν αντιστοιχεί στην κίνηση μιας λαστιχένιας μπάλας που κυλά σε στάσιμο νερό, αλλά μιας λαστιχένιας μπάλας που κυλά σε κινούμενα κύματα νερού. Συνεπώς, η παραπάνω υπόθεση του πειράματος Μάικελσον ακυρώνεται.

β) Από οργονομικές παρατηρήσεις διαπιστώθηκε ότι έχει καθοριστική σημασία ο διαχωρισμός της λειτουργίας του «φωτός», σε δύο [στεε: συζευγμένες] λειτουργίες, τη «φωταύγεια» και τη «διέγερση», η οποία διαδίδεται στο διάστημα με την «ταχύτητα του φωτός». Σύμφωνα με τα προηγούμενα, το φως δεν κινείται,[1] αλλά είναι τοπικό φαινόμενο φωταύγειας της οργόνης. Έτσι λοιπόν, ακυρώνεται και η δεύτερη παραδοχή του πειράματος Μάικελσον, αν δεχθεί κάποιος —όπως είναι αναγκασμένος— τις σαφείς οργονομικές παρατηρήσεις. Αναφέρομαι στο φαινόμενο της οργονομικής φωταύγειας σε υψηλό κενό, στο φαινόμενο της «αυγής», στο βόρειο σέλας, στην κορώνα του Ηλίου, στους φωτεινούς δακτυλίους του Κρόνου, κτλ. Αν το «φως» οφείλεται σε τοπική φωταύγεια της οργόνης και δεν «ταξιδεύει στο διάστημα», είναι αναμενόμενο να μην παρατηρηθεί καμία διαφορά φάσεως στις φωτεινές ακτίνες που «στάλθηκαν» προς τη διεύθυνση «ολίσθησης» του αιθέρα και κατακόρυφα προς αυτήν, σύμφωνα με το πρωτόκολλο του πειράματος Μάικελσον.

  1. Οι φυσικές λειτουργίες που παρατηρούνται σε υψηλό κενό δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με τις κοσμικές λειτουργίες από τις οποίες διέπονται οι πλανητικές κινήσεις. Αντιθέτως, πρέπει, συν τω χρόνω, να μας οδηγήσουν στην ενοποίηση της λειτουργίας της αρχέγονης κοσμικής ενέργειας με τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων.
  2. Υπάρχουν συγκεκριμένες αιτίες με τις οποίες ερμηνεύεται η αποτυχία ολόκληρων γενεών φυσικών και αστρονόμων να αποδείξουν την ύπαρξη του αιθέρα, ως φυσική λειτουργία, αυστηρά. Οι αιτίες αυτές θα αναζητηθούν και θα βρεθούν στη λειτουργικότητα του παρατηρητή και σε αυτήν καθαυτήν τη μέθοδο συλλογιστικής.

Θα προχωρήσουμε τώρα στη σύνοψη των πιο σημαντικών, παρατηρήσιμων και πειραματικά αναπαραγώγιμων, λειτουργιών του φυσικού μεγέθους που ονόμασα «κοσμική οργονική ενέργεια», από την εποχή της ανακάλυψής της, στα βιόντα, το 1936, και στην ατμόσφαιρα, το 1940.

1. Μορφή

Υπάρχουν συγκεκριμένες λειτουργίες της οργονικής ενέργειας που μπορεί να παρατηρηθούν άμεσα από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου κατάλληλο για απευθείας παρατήρηση της φύσης. Άλλες παρατηρούνται με τη βοήθεια κατάλληλων οργάνων που επηρεάζονται από αυτές, π.χ., θερμόμετρο, ηλεκτροσκόπιο, μετρητής Γκάιγκερ, μεγεθυντικός φακός, σκοτεινός θάλαμος επενδυμένος με φύλλα λαμαρίνας, και άλλες μέσω της επίδρασής τους σε ζωντανούς οργανισμούς, για παράδειγμα σε πρωτόζωα, σε ποντίκια προσβεβλημένα από καρκίνο, σε ανθρώπους που υποφέρουν από αναιμία, σε βακίλους του είδους proteus.

Η ΟΡΓΟΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΔΕΙΧΘΕΙ ΠΑΝΤΟΥ, ΕΦΟΣΟΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΑ. ΚΑΤ’ ΕΠΕΚΤΑΣΗ, ΔΙΑΠΕΡΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΑΝ ΚΑΙ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ.

Δεν έχει, μέχρι στιγμής, ανακαλυφθεί κάποια διάταξη μέσω της οποίας να διαχωρίζεται πλήρως ένας χώρος λειτουργίας της ελεύθερης μάζας οργονικής ενέργειας από έναν άλλον, με τον τρόπο που διαχωρίζεται μια ηλεκτρική γραμμή από μια άλλη. Επομένως:

Πρέπει να αντιληφθούμε τον ζωντανό οργανισμό ως οργανωμένο υποσύνολο του ωκεανού της κοσμικής οργόνης, με ειδικές ιδιότητες που ονομάζονται «ζωντανές». Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε αυτόν τον οργανισμό βιοενεργειακά, αν εμείνουμε στη μηχανιστική άποψη περί ενεργειακού δυναμικού. Σύμφωνα με αυτήν, το δυναμικό, είτε πρόκειται για θερμικό, είτε για ηλεκτρικό, είτε για μηχανικό, κατευθύνεται πάντα από το υψηλότερο προς το χαμηλότερο σημείο, ή από το ισχυρότερο στο ασθενέστερο σύστημα, και ποτέ αντιστρόφως. Αν αυτό ίσχυε και για τα βιολογικά συστήματα, ο ζωντανός οργανισμός όχι μόνο δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τόσο υψηλότερο ενεργειακό επίπεδο σε σχέση με το περιβάλλον, αλλά θα έχανε τη θερμότητα, την κινητικότητα και την ενέργειά του, η οποία, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, θα διέρρεε προς το ενεργειακά χαμηλότερο περιβάλλον του. Επιπλέον, θα παρέμενε αναπάντητο και το ερώτημα, πώς προέκυψε ένας τέτοιος οργανισμός. Είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχθούμε ότι στη φύση υπάρχει και μια άλλη ενεργειακή λειτουργία, που ονομάσαμε «ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ, ΟΡΓΟΝΟΜΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ». Η οργονική ενέργεια ρέει από το ασθενέστερο ή χαμηλότερο στο ισχυρότερο ή υψηλότερο σύστημα. Αυτή η παρατήρηση όχι μόνο συμμορφώνεται με τις βασικές λειτουργίες των ζωντανών οργανισμών, αλλά παρατηρείται άμεσα και στην άβια φύση, π.χ. στη λειτουργία της βαρύτητας και στην «ανάπτυξη» των νεφών.

Το οργονομικό δυναμικό δεν έρχεται σε αντίθεση με το συμβατικό μηχανιστικό δυναμικό. Μάλιστα, με αυτό εξηγείται γενικότερα η ύπαρξη τέτοιων υψηλότερων ενεργειακών επιπέδων. Είναι βεβαίως αληθές ότι με την παραδοχή μιας τέτοιας λειτουργίας, ακυρώνεται ο «δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής», η απόλυτη διατύπωση του «αξιώματος αύξησης της εντροπίας». Γνωρίζουμε ότι πολλοί φυσικοί νιώθουν άβολα με αυτόν τον νόμο, ούτως ή άλλως. Άλλωστε, χρειάστηκε να εγκαταλείψουμε και πολλές άλλες τέτοιου είδους απόλυτες πεποιθήσεις περί φύσεως, όπως π.χ. τη διατήρηση της ύλης ή το αμετάβλητο των χημικών στοιχείων.

Η οργονομική άποψη περί ενεργειακών λειτουργιών στον ζωντανό οργανισμό, όπως αναδύθηκε από την παρατήρηση και την παραγωγική συλλογιστική, έχει ως εξής:

  1. Ο ζωντανός οργανισμός, ως ισχυρότερο ενεργειακό σύστημα, έλκει ενέργεια από συστήματα χαμηλότερου ενεργειακού επιπέδου, σύμφωνα με την αρχή του [στεε: ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΥ] ΟΡΓΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ. Αυτό ισχύει και για τον οργανισμό ως σύνολο, αλλά και για τον πυρήνα κάθε ζωντανού κυττάρου, ο οποίος έλκει ενέργεια από το ενεργειακά χαμηλότερο πρωτόπλασμα από το οποίο περιβάλλεται.
  2. Κάθε τύπος ή είδος οργανισμού έχει το δικό του ειδικό ενεργειακό επίπεδο. Τη δική του ειδική «οργονοτική χωρητικότητα». Διαφορετικά, δεν θα σταματούσε να συσσωρεύει ενέργεια και θα εκρήγνυτο, ή θα αναπτυσσόταν επ’ άπειρον.

Διάγραμμα ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΟΡΓΟΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ στα έμβια συστήματα.

  1. Το πλεόνασμα ενέργειας αποφορτίζεται σύμφωνα με το μηχανικό δυναμικό (από το υψηλότερο προς χαμηλότερο επίπεδο) με μηχανικής φύσεως κίνηση, κατά τη διάρκεια των οργασμικών σπασμών, κατά την ακτινοβολία λόγω θερμότητας, κτλ.
  2. Συνεπώς, υπάρχει μεταβολισμός της οργονικής ενέργειας, μια συνεχής ανταλλαγή ενέργειας της συνεκτικής μονάδας που ονομάζεται «οργανισμός», με το περιβάλλον.

Συνοψίζουμε τις κύριες λειτουργίες του ζωντανού οργανισμού: διατηρείται σε ορισμένο ενεργειακό επίπεδο (χωρητικότητα)
μέσω φόρτισης από τον περιβάλλοντα ωκεανό οργόνης και από την κατανάλωση τροφής, και μέσω αποφόρτισης προς τον περιβάλλοντα ωκεανό ενέργειας. Όσο μειώνεται το επίπεδο χωρητικότητας, τόσο ασθενέστερη γίνεται η δυνατότητα φόρτισης, όπως συμβαίνει στη βιοπάθεια συρρίκνωσης. Στον θνήσκοντα οργανισμό, χάνεται σταδιακά η δυνατότητα διατήρησης της αναγκαίας για τη λειτουργικότητα του οργανισμού φόρτισης. Το επίπεδο χωρητικότητας μειώνεται προοδευτικά έως ότου εξισώνεται με το επίπεδο του περιβάλλοντος ωκεανού οργόνης. Κατά τη διαδικασία σήψης μετά τον θάνατο, αντιστρέφεται η διεργασία που συνέβη κατά την αρχική ανάπτυξη. Οι ιστοί χάνουν τη συνοχή τους, λόγω απώλειας της οργονικής ενέργειας, καταρρέουν, και τελικά η βιολογική μονάδα αποσυντίθεται σε βιόντα, και στη συνέχεια σε βακτήρια σήψης (βακίλους proteus, κτλ.).

Κύριο χαρακτηριστικό της οργονικής ενέργειας είναι η κινητικότητα και, μαζί της, ο μεταβολισμός. Διαπιστώνονται και καταστάσεις όπου εμφανίζεται αναστολή της κινητικότητας της οργονικής ενέργειας, όπως, για παράδειγμα, οι περιπτώσεις οξείας ανοργονίας. Με την αναστολή επέρχεται αναπόφευκτα μείωση του επιπέδου χωρητικότητας και, σταδιακά, ολοκληρωτική αποσύνθεση της οργονικής μονάδας που ονομάζεται «οργανισμός», δηλαδή ο θάνατος. Γνωρίζω ότι ανάλογη αποσύνθεση λόγω αναστολής του οργονικού μεταβολισμού συμβαίνει και σε ξύλινα κτίρια, που παραμένουν ακατοίκητα για πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους. Αν κατανοήσουμε για ποιον λόγο αρχίζει να μειώνεται το επίπεδο χωρητικότητας των οργονικών συστημάτων μετά από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα φυσιολογικής λειτουργικότητας («γήρανση»), θα μπορούσαμε να εξετάσουμε πρακτικά αν υπάρχουν τρόποι να αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής του ανθρώπου.

Η ΟΡΓΟΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΙΝΑΙ «ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΑ» ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΑΔΙΑΚΟΠΟ ΣΥΝΕΧΕΣ. Η «πυκνότητα», ή η «συγκέντρωση» της ενέργειας στα διάφορα σημεία του συνεχούς παρουσιάζει διακυμάνσεις. Εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε τέτοιους μηχανιστικούς όρους που δανειζόμαστε από τη συμβατική φυσική, ανεξάρτητα αν η οργονική ενέργεια δεν είναι υλικής φύσεως. Ωστόσο, πρέπει να προετοιμαζόμαστε να τους αντικαταστήσουμε με άλλους, καταλληλότερους για την περιγραφή των λειτουργιών της οργονικής ενέργειας. Η οργόνη διαπερνά τα πάντα, ακόμα και τον χώρο που καταλαμβάνουν τα στερεά. Διαπερνά τους τοίχους, είτε είναι από τσιμέντο, είτε είναι από χάλυβα. Με διαφορετική ταχύτητα όμως: το τσιμέντο, και απορροφά και αποδίδει την οργονική ενέργεια αργά, ενώ ο χάλυβας την έλκει ισχυρά και γρήγορα, αλλά την αντανακλά ακαριαία, καθώς τα μέταλλα αδυνατούν να συγκρατήσουν οργονική ενέργεια. Το γεγονός αυτό, ως λειτουργία, έχει να κάνει με την ταχεία ενεργειακή ροή μέσω των μεταλλικών αγωγών.

2. Κίνηση

Οι φυσικές λειτουργίες, οι οποίες στην οργονική φυσική ομαδοποιήθηκαν υπό τον όρο «οργονική ενέργεια», βρίσκονται πάντα και παντού σε κίνηση. Μέχρι στιγμής, έχει σταθεί αδύνατον να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη κάποιας οργονοτικής κατάστασης η οποία να μπορεί να θεωρηθεί «ακίνητη» ή «αμετάβλητη» σε σχέση με ένα άλλο συγκεκριμένο σύστημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας βράχος, ο οποίος με όρους φυσικής αντιπροσωπεύει μια υλική παραλλαγή κοσμικής οργονικής ενέργειας, βρίσκεται «σε ηρεμία», σε σχέση με έναν δεύτερο παρακείμενο βράχο. Η οργονική ενέργεια, όμως, που εμπε­ριέ­χεται στον βράχο, όπως αποδεικνύεται από τη φυσική, δεν βρίσκεται ποτέ σε ηρεμία ως προς αυτό το πλαίσιο αναφοράς.

Συνεχίζει να ισχύει ο «νόμος της διατήρησης της ενέργειας» μετά την εισαγωγή του οργονομικού δυναμικού; Πιθανότατα ναι. Δοκιμαστικά, προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση: αν και δημιουργούνται νέες οργονικές μονάδες μέσω συγκέντρωσης ενέργειας από τον ωκεανό της οργόνης, υπάρχουν άλλες που ολοκληρώνουν τον κύκλο τους και η ενέργειά τους επιστρέφει στον ωκεανό της οργόνης. Δηλαδή, η ενέργεια που χάνεται με την εκφόρτιση ή αλλιώς με τον «θάνατο» ενός αριθμού οργονικών μονάδων, συγκεντρώνεται εκ νέου και δημιουργούνται νέες μονάδες. Επομένως, με τη γέννηση νέων υψηλών ενεργειακών δυναμικών υπό την επίδραση της αντίστροφης συγκέντρωσης («δημιουργία»), ακυρώνεται ο «κατήφορος του σύμπαντος» προς τυ­χαίες λειτουργίες. Το οργονομικό (αντίστροφο) δυναμικό, καθιστά περιττή την εντροπία.

Η οργονική ενέργεια είναι δυναμικής και μεταβολικής φύσεως. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει για κάθε μορφή ενέργειας, εφόσον η ενέργεια είναι μια λειτουργία της κίνησης, και το αντίστροφο. Ωστόσο, η συμβατική φυσική αναφέρεται σε «δυναμική ενέργεια» με την έννοια εκείνης που έχει το νερό, λόγω υψομέτρου. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην οργονική ενέργεια, η οποία δεν βρίσκεται ποτέ σε κατάσταση που θα μπορούσε να ονομαστεί στατική ή ακίνητη, εκτός αν είναι σε μορφή στερεάς ύλης. Ακριβώς από αυτόν τον δυναμικό χαρακτήρα της οργονικής ενέργειας απορρέει ο λειτουργισμός όλων των γνωστών οργονικών φαινομένων. Η πρόταση ισχύει ακόμα και για μηχανικά φαινόμενα, όπως το ημιτονοειδές κύμα και η ελεύθερη πτώση των σωμάτων. Επομένως, η κίνηση, η δυναμική, ο λειτουργισμός, και η μεταβλητότητα είναι οι ειδικές, δηλαδή οι αδιαχώριστες ιδιότητες της κοσμικής οργονικής ενέργειας.

Με κριτήριο την κινητικότητα όπως την περιγράψαμε πιο πάνω μπορούμε, μέσω παρατήρησης και πειραμάτων, να διακρίνουμε πολλά είδη κίνησης:

α) Κυματοειδείς κινήσεις

Παρατηρούνται εμφανώς κυματοειδείς, ρυθμικές κινήσεις στον ουρανό και, επίσης, πάνω από την επιφάνεια του εν ηρεμία ευρισκόμενου νερού λιμνών που βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο. Η κινητικότητα που παρατηρείται δεν είναι ομοιόμορφη αλλά μεταβάλλεται συνεχώς. Δεν υπάρχουν δύο σημεία στην επιφάνεια της λίμνης που να έχουν ίδια κίνηση την ίδια χρονική στιγμή. Επιπλέον, ο ρυθμός της κυματοειδούς κίνησης μεταβάλλεται ανά χρονική στιγμή. Οι ταλαντώσεις συνεχώς εξαπλώνονται σε διαφορετικές περιοχές. Μάταια αναζητούμε κάποια μηχανική, σταθερή, στατική κίνηση ή κατάσταση. Δεν υπάρχει τίποτα στον χώρο των πρωταρχικών οργονοτικών λειτουργιών που να χαρακτηρίζεται από μηχανική επανάληψη. Ούτε κάποιος νόμος φαίνεται να ισχύει, εκτός φυσικά από ΕΝΑΝ, που είναι ο:

β) Παλμός

ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΕΓΟΝΗΣ ΟΡΓΟΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΠΑΛΛΟΝΤΑΙ. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να δια­κρίνουμε την κυματοειδή μορφή κίνησης της οργόνης από τον παλμό της. Ο παλμός διαφέρει από την κυματοειδή κίνηση, διότι:

  1. Ο παλμός εκδηλώνεται με εναλλασσόμενες κινήσεις διαστολής και συστολής, ενώ το κύμα είναι μια σταθερή μετακίνηση κορυφών και κοιλιών.
  2. Το μέσο που συμμετέχει στον παλμό, για παράδειγμα το νερό της λίμνης, φαίνεται να κινείται από και προς όλες τις διευθύνσεις εναλλάξ, ξεκινώντας από κάποιο κέντρο, ενώ στην κυματοειδή κίνηση το νερό ανεβοκατεβαίνει, ορίζοντας τις κορυφές και τις κοιλίες των μετακινούμενων στην επιφάνεια του νερού κυμάτων.
  3. Η παλμική κίνηση που παρατηρείται στην επιφάνεια της λίμνης μετακινείται αργά, με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά ή δεν μετακινείται καθόλου, ενώ τα κύματα κινούνται μεν προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα.
  4. Ο παλμός είναι ασυνεχής διαδικασία, ενώ η κυματοειδής κίνηση είναι συνεχής διαδικασία.
  5. Ο παλμός είναι τρισδιάστατη λειτουργία, ανάλογη με αυτήν που εκδηλώνεται κατά τη σφαιρική μετάδοση των ραδιοφωνικών κυμάτων στον χώρο. Τα κύματα, από την άλλη μεριά, αν εξεταστούν μεμονωμένα, είναι δυσδιάστατες λειτουργίες οριζόμενες μόνο από το μήκος κύματος και από τη συχνότητά τους.

Αν ακολουθήσουμε τη διαδρομή μιας κορυφής ή μιας κοιλίας ενός κύματος λαμβάνουμε μια συνεχή γραμμή. Η ίδια η μορφή του κύματος είναι συνεχής γραμμή. Από την άλλη μεριά, αν ακολουθήσουμε τις θέσεις μεγίστης διαστολής ή μεγίστης συστολής κατά την παλμική λειτουργία, λαμβάνουμε σημεία, και όχι γραμμή. Από την παρατήρηση της κίνησης της ατμοσφαιρικής οργόνης στις κορυφές των βουνών, μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινώς και παλμούς και κύματα. Τα ακραία σημεία των εξάρσεων υπερτίθενται στην τροχιά των κυμάτων με τον ακόλουθο τρόπο:

Ether God & Devil Eik 2

Σχηματική παράσταση των διαφορών μεταξύ παλμών (π) και κυμάτων (κ).

Η προσοχή μου στράφηκε για πρώτη φορά σε αυτήν τη βασική διαφορά μεταξύ π και κ το 1935, όταν μέτρησα και φωτογράφησα τη βιοενέργεια στην επιφάνεια του δέρματος. Χρειά­στηκε να φτάσουμε στο 1948 για να καταλάβω την εσωτερική λειτουργική αλληλεπίδραση μεταξύ παλμών και κυμάτων στο οργονοτικό σύστημα. Το κατάλαβα ενώ χρησιμοποιού­σα οργονοτικούς παλμούς για να θέσω σε κίνηση έναν τύπο περιστροφικού κινητήρα.[2] Τότε παρατήρησα ότι οι παλμοί π υπερτίθενται στην κυματοειδή κίνηση της οργόνης του οργανισμού, όπως οι κορυφές των βουνών μιας οροσειράς:

Ether God & Devil Eik 3

Ενώ με τον μηχανισμό του ραδιοφωνικού πομπού τα παλμικά σήματα —σύμφωνα με τη θεωρία— μετατρέπονται σε συγχρονισμένα κύματα, οι παλμοί που δημιουργούνται από τους παλμούς της καρδιάς δεν συγχρονίζονται με τον ρυθμό των οργονικών κυμάτων. Οι παλμοί κατανέμονται τακτικά, ενώ τα κύματα βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς αλλαγής. Αυτό ισχύει για τον ζωντανό οργανισμό, όπως αναπαρίσταται στο παραπάνω σχέδιο. Φαίνεται, επίσης, να ισχύει και για την κίνηση της ατμοσφαιρικής οργόνης.

Στο εξής θα χρησιμοποιούμε το σύμβολο π για τους παλμούς και το σύμβολο κ για τα κύματα. Πρόκειται για δύο διαφορετικές λειτουργίες της μίας βασικής λειτουργίας τού [στεε: οργονοτικού] ΠΑΛΜΟΥ (Π) και θα μελετηθούν αργότερα λεπτομερώς, σε συγκεκριμένες οργονομετρικές εξισώσεις. Εκφράζουν μια εξαιρετικής σημασίας σχέση μεταξύ των ασυνεχών (π) και των συνεχών (κ) λειτουργιών της φύσης. Θα πρέπει να εξετάσουμε πώς και σε ποιο βαθμό αυτές οι λειτουργίες σχετίζονται με τα κβάντα του Πλανκ (ασυνεχές) και με την κλασική κυματική μηχανική (συνεχές).

Ως προκαταρκτικό βήμα, ας επιχειρήσουμε να συνδυάσουμε λειτουργικά το π, το κ και το Π, με τον ακόλουθο τρόπο:

Ether God & Devil Eik 4

Σύμφωνα με το παραπάνω σχήμα, ο [στεε: οργονοτικός] παλμός είναι η κοινή αρχή λειτουργίας τόσο του παλμού, όσο και του κύματος, δηλαδή των δύο διαφορετικών λειτουργιών (παραλλαγών) του. Απαιτούνται περίπλοκες λειτουργικές επαγωγές για να καταλήξουμε στην ενεργειακή διατύπωση του πρωταρχικού οργονοτικού παλμού από τις σχετικές με αυτόν κοσμικές λειτουργίες. Θα παρουσιαστούν σε άλλο πλαίσιο.

γ) Η εκ δυσμών προς ανατολάς κίνηση της ατμοσφαιρικής οργόνης (οργονόσφαιρα)

Η οργονική ενέργεια της ατμόσφαιρας κινείται κατευθυνόμενη εκ δυσμών προς ανατολάς, κάτι που έχει πολύ μεγάλη σημασία ανεξαρτήτως των ειδικών παραλλαγών που χαρακτηρίζουν την κυματοειδή κίνηση και τους παλμούς. Η εκ δυσμών προς ανατολάς κατεύθυνση ταυτίζεται με την κατεύθυνση περιστροφής της υδρογείου, και επομένως συμμορφώνεται και με τη γενική κατεύθυνση περιστροφής του πλανητικού συστήματος. Αντιστροφή αυτού του φαινομένου παρατηρείται στην επιφάνεια της Γης μόνο πριν από καταιγίδες ή πριν από έντονη βροχόπτωση, η οποία συμβαίνει δυτικώς του παρατηρητή. Στο σχέδιο που ακολουθεί, απεικονίζεται η αντιστροφή της κατεύθυνσης της κίνησης της οργονόσφαιρας.

Ether God & Devil Eik 5

Η αντιστροφή που περιγράψαμε εξηγείται —χωρίς αντιφάσεις— από την έλξη που ασκείται στην ελεύθερα κινούμενη οργονική ενέργεια στο σημείο ΑΚ από την, υψηλής συγκέντρωσης, οργόνη των νεφών που βρίσκονται στα ΔΥΤΙΚΑ (δυτικότερα των καταιγιδοφόρων νεφών δεν παρατηρείται αντιστροφή, εφόσον η έλξη έχει ίδια κατεύθυνση με την κατεύθυνση της γενικής κίνησης της οργονόσφαιρας). Είναι δύσκολο να ισχυριστούμε κατηγορηματικά κατά πόσον ο ισχυρός άνεμος με κατεύθυνση εκ δυσμών προς ανατολάς, που συχνά εμφανίζεται μετά την υποχώρηση των καιρικών φαινομένων, δηλαδή μετά την επιστροφή της κίνησης της οργόνης στην κανονική της κατεύθυνση, είναι συνέπεια της πλήρωσης του κενού (Arrow) που δημιουργήθηκε εξαιτίας της αντιστροφής στο ΑΚ.

3. Ορατότητα στο σκοτάδι (Αυτογενής φωταύγεια)

Για την παρατήρηση των φαινομένων της οργονικής ενέργειας στο σκοτάδι, απαιτείται ένας θάλαμος με διαστάσεις 2x2x2 μέτρα τουλάχιστον, απολύτως φωτοστεγής και επενδυμένος εσωτερικά με φύλλα λαμαρίνας. Μετά από περίπου 15 με 30 λεπτά προσαρμογής των ματιών στο σκοτάδι, ο θάλαμος φαίνεται ΓΚΡΙΖΟΓΑΛΑΖΟΣ και όχι μαύρος. Διακρίνονται καθαρά, αργά κινούμενοι, ομιχλώδεις σχηματισμοί. Όσο περισσότερο παραμένουμε στον σκοτεινό θάλαμο, τόσο πιο ευδιάκριτα γίνονται τα φωτεινά φαινόμενα. Μετά από κάποιο διάστημα, εμφανίζονται γαλαζοϊώδεις φωτεινές κουκκίδες με έντονη φωταύγεια. Αργότερα, αφού η οργονική ενέργεια του θαλάμου διεγερθεί επαρκώς από τον οργανισμό μας, οι ομιχλώδεις σχηματισμοί αρχίζουν να «συμπυκνώνονται». Ταχέως κινούμενες, κιτρινόλευκες φωτεινές γραμμές, που θυμίζουν αστραπές, διασχίζουν τον θάλαμο προς κάθε κατεύθυνση. Μπορούμε να μεγεθύνουμε αυτές τις υπόλευκες ακτίνες αν τις παρατηρήσουμε με φόντο μια αδιαφανή, πλαστική οθόνη και με μεγεθυντικό φακό (4´-6´). Για πιο λεπτομερή περιγραφή των φαινομένων του σκοτεινού θαλάμου, παραπέμπω τον αναγνώστη στο βιβλίο μου Η ανακάλυψη της οργόνης, Τόμος ΙΙ, Η βιοπάθεια του καρκίνου, κεφάλαιο IV. 

4. Αλλαγή μορφής

Όταν, το 1939, ανακάλυψα και παρατήρησα τη φωταύγεια της οργόνης σε σκοτεινό δωμάτιο, πίστευα ότι η οργονική ενέργεια εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές: γκριζογάλαζους ομιχλώδεις σχηματισμούς, έντονα φωτεινές κουκκίδες γαλα­ζοϊώδους χρώματος, και υπόλευκες, ταχέως κινούμενες ακτίνες. Σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται για διαφορετικά είδη, αλλά για τρεις μορφές μίας και μόνο ενέργειας, υπό διαφορετικές συνθήκες. Η οργονική ενέργεια μεταπίπτει από την ομιχλώδη κατάσταση στην ακτινωτή, αν διεγερθεί ή ερεθιστεί. Τέτοια διέγερση προκαλείται από:

  α)  Μεταλλικές επιφάνειες. Το μέταλλο δεν συγκρατεί, ούτε απορροφά οργονική ενέργεια, την αντανακλά αμέσως, και υπό αυτήν την έννοια αποτελεί «εμπόδιο» στη διάδοσή της, για να χρησιμοποιήσουμε καταχρηστικά αυτόν τον μηχανιστικό όρο στον χώρο των οργονικών λειτουργιών, δηλαδή στον χώρο των λειτουργιών του αιθέρα.

  β)  Ζωντανούς οργανισμούς ευρισκόμενους στο εσωτερικό του επενδυμένου με μέταλλο σκοτεινού θαλάμου. Όπως φαίνεται, η οργονική ενέργεια του οργανισμού διεγείρει την ατμοσφαιρική οργονική ενέργεια του χώρου, και το αντίστροφο.

   γ)  Επίδραση ηλεκτρομαγνητικών, ασυνεχών πεδίων. Με ένα σύστημα επαγωγικού πηνίου στο εσωτερικό του θαλάμου, η μετάβαση από την ομιχλώδη στην ακτινωτή μορφή επιταχύνεται και συμβαίνει σε 20 λεπτά, αντί του κανονικού, που είναι σε 1 έως 2 ώρες.

Κάθε μορφή παρουσιάζει κινητικότητα, είναι δυναμική, δια­φέρει σε ταχύτητα και δεν είναι ποτέ στατική-μηχανιστική.

5. Φωταύγεια

Η οργονική ενέργεια γίνεται ορατή στον σκοτεινό θάλαμο εξαιτίας της λειτουργίας της φωταύγειας. Η οργονική ενέργεια «εκπέμπει» ή «παράγει φως» ή, για να το πούμε διαφορετικά, λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε η αίσθηση της όρασης να αντιλαμβάνεται φως: δηλαδή, η ενέργεια φωταυγεί. Η φωταύγειά της, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες βρίσκεται, εκδηλώνεται ως επί το πλείστον με γκριζο-γάλαζο, πρασινο-γάλαζο ή γαλαζο-ιώδες χρώμα. Βάσει των αποχρώσεων διαχωρίζεται η φωταύγεια της οργόνης από άλλους τύπους φωταύγειας, όπως των αερίων. Το νέον φωταυγεί με κόκκινο χρώμα, το αργό με λευκό, το ήλιον με πράσινο. Η οργονοτική φωταύγεια στο κενό έχει χαρακτηριστικό γαλαζο-ιώδες χρώμα και αποτυπώνεται με κυανό χρώμα στο έγχρωμο φωτογραφικό φιλμ.

Η φωταύγεια εντείνεται αν υπάρχει επιπλέον διέγερση λόγω επαφής δύο οργονικών πεδίων, ή μεταξύ του πεδίου οργονικής ενέργειας και ενός ηλεκτρομαγνητικού πεδίου.

Η οργονοτική φωταύγεια είναι «ψυχρή». Δεν παράγεται θερμότητα όπως, για παράδειγμα, κατά τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος μέσω αγωγού ή κατά την καύση χημικών ενώσεων. Ατμοσφαιρικά φαινόμενα όπως οι διάχυτες αστραπές σε εκτεταμένες περιοχές του ουρανού, το βόρειο σέλας με τις κυματοει­δείς κινήσεις του, η γαλαζωπή φωτιά του Αγίου Έλμου, καθώς και το απαλό φως που εκπέμπουν οι πυγολαμπίδες, και η γαλαζωπή φωταύγεια του ξύλου κατά τη βιοντική αποσύνθεσή του, είναι παραδείγματα «ψυχρής» φωταύγειας των λειτουργιών της οργονικής ενέργειας.

Μπορούμε να παρατηρήσουμε μικροσκοπικά την οργονοτική φωταύγεια σε ζωντανά κύτταρα και στη βιοντική ύλη μέσω της ισχυρής διάθλασης του φωτός. Διαπιστώνουμε έντονη φωταύγεια υπό μορφή αύρας γύρω από τη μεμβράνη ισχυρώς φορτισμένων βιόντων χώματος ή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Αν τα κύτταρα εξασθενίσουν και χάσουν την οργονική τους φόρτιση, η αύρα, δηλαδή το ενεργειακό τους πεδίο, εξαφανίζεται.

6. Παραγωγή θερμότητας

Ενώ η οργονοτική φωταύγεια είναι «ψυχρή», υπάρχουν άλλες οργονικές λειτουργίες που συνοδεύονται, λιγότερο ή περισσό­τ­ερο, από αξιοσημείωτη αύξηση της θερμοκρασίας. Η φυσιο­λογική θερμοκρασία των ζωντανών οργανισμών είναι συνήθως υψηλότερη από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, και η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας είναι συνεχώς και αρκετά υψηλότερη από τη χαμηλή θερμοκρασία του διαστήματος. Διαπιστώνεται ότι στον συσσωρευτή οργόνης, υπάρχει σταθερή δια­φορά θερμοκρασίας (Το-Τ) μεταξύ του αέρα ακριβώς επάνω από τον συσσωρευτή, και του αέρα γύρω του. Η διαφορά σε εσωτερικούς χώρους κυμαίνεται από 0,3ο έως 1,5ο C κατά μέσο όρο. Στην ύπαιθρο, συχνά παρατηρούνται και μεγαλύτερες διαφορές, τάξεως 15ο έως 20οC υπό τον ήλιο. Η διαφορά θερμοκρασίας οφείλεται στη θερμότητα που αναπτύσσεται λόγω αντανάκλασης ή λόγω μετατροπής της κινητικής ενέργειας της οργόνης που συμβαίνει όταν η τελευταία προσκρούει στα μεταλλικά τοιχώματα του συσσωρευτή. Αν αφαιρεθεί η εσωτερική μεταλλική επένδυση του συσσωρευτή η διαφορά μηδενίζεται ή ελαχιστοποιείται.

Σύμφωνα με την τρέχουσα οργονοφυσική υπόθεση, η συνεχώς παρούσα διαφορά Το-Τ είναι ένδειξη συσσώρευσης οργονικής ενέργειας σε ένα οργονοτικό σύστημα, είτε πρόκειται για ζωντανό οργανισμό, είτε για πλανήτη, είτε για συσσωρευτή οργόνης. Επιβεβαιώνεται ότι το «οργονομικό δυναμικό» κατευθύνεται από το χαμηλότερο προς το υψηλότερο επίπεδο, και ότι βρίσκεται σε αντίθεση με τη γενική, απεριόριστη ισχύ του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής. Εκτός από τη διαδικασία διάχυσης της ενέργειας με τη μορφή θερμότητας, υπάρχει και η αντίστροφη διαδικασία συγκέντρωσης ενέργειας.

7. «Στατικός ηλεκτρισμός»

Ο «στατικός ηλεκτρισμός» είναι ειδική λειτουργία της ατμοσφαιρικής οργονικής ενέργειας. Παραδόξως, σύμφωνα με τη θεωρία του ηλεκτρισμού υποτίθεται ότι η ατμόσφαιρα είναι απαλλαγμένη από ηλεκτρικά φορτία και ταυτοχρόνως πλήρης στατικών φορτίων, όπου ο όρος «στατικός» εκλαμβάνεται ως ηλεκτρικής φύσεως όρος. Η διάχυτη αστραπή και οι αστραπές κατά τη διάρκεια καταιγίδας παραμένουν ανεξήγητα φαινόμενα. Από τα οργονομικά πειράματα αποδεικνύεται η ύπαρξη φορτίων στην ατμόσφαιρα, μέσω της αυθόρμητης εκφόρτισης του ηλεκτροσκοπίου, δηλαδή του φαινομένου που στη συμβατική φυσική ονομάζεται «φυσική διαρροή». Η εκφόρτιση επιταχύνεται αν η συσσώρευση οργόνης στην ατμόσφαιρα είναι χαμηλή, και επιβραδύνεται σε ατμόσφαιρα με υψηλή συσσώρευση. Επιπλέον, είναι βραδύτερη το μεσημέρι, σε σύγκριση με το πρωί και με το βράδυ. Όλα αυτά αντιβαίνουν με τα προβλεπόμενα από τη θεωρία του ιονισμού. (Βλ. Η βιοπάθεια του καρκίνου, Η ανακάλυψη της οργόνης, Τόμος ΙΙ.)

8. «Συσσώρευση» οργονικής ενέργειας

Για πολλές οργονομικές διαδικασίες και για τη διεξαγωγή πολλών πειραμάτων είναι απαραίτητο να υπάρχει συσσώρευση οργονικής ενέργειας στην ατμόσφαιρα, τριπλάσια ή τετραπλάσια από τη φυσιολογική. Υπάρχουν πειράματα που είναι αδύνατον να γίνουν σε φυσιολογικές ατμοσφαιρικές συνθήκες, όπως για παράδειγμα η φόρτιση υπό υψηλό κενό. Η απαραίτητη συσσώρευση επιτυγχάνεται είτε με την κατασκευή ενός «οργονικού δωματίου», είτε με την παρουσία πολλών συσσωρευτών οργόνης στον χώρο όπου διεξάγονται τα πειράματα. Ο συσσωρευτής οργόνης συσσωρεύει οργονική ενέργεια από την ατμόσφαιρα, λόγω της διάταξης των υλικών από τα οποία είναι κατασκευασμένος. Κάθε πλευρά του αποτελείται από δύο ή περισσότερα (έως είκοσι) επάλληλα στρώματα μεταλλικού και μη μεταλλικού υλικού. Το μεταλλικό στρώμα (σύρμα κουζίνας ή λαμαρίνα) βρίσκεται πάντα προς το εσωτερικό του συσσωρευτή. Η διάδοση της ατμοσφαιρικής οργόνης στον χώρο επηρεάζεται από αυτήν τη διάταξη με τέτοιο τρόπο, ώστε η ποσότητα της οργόνης που εισχωρεί στο εσωτερικό του συσσωρευτή να είναι πάντα μεγαλύτερη απ’ όση διαφεύγει προς το περιβάλλον. Δημιουργείται δηλαδή ένα «οργονομικό δυναμικό» με κατεύθυνση από το χαμηλότερης συγκέντρωσης εξωτερικό περιβάλλον προς το υψηλότερης συγκέντρωσης εσωτερικό του συσσωρευτή, η δε διαφορά συγκέντρωσης διατηρείται δυναμικά. Η παρουσία τέτοιου οργονομικού δυναμικού επιβεβαιώνεται από τη βραδύτερη εκφόρτιση του ηλεκτροσκοπίου στο εσωτερικό του συσσωρευτή και από τη διαφορά θερμοκρασίας επάνω από την άνω μεταλλική πλάκα του (Το-Τ).

Η οργονική ενέργεια σε υψηλή συγκέντρωση είναι πολλαπλώς ωφέλιμη για τον ζωντανό οργανισμό, όπως περιγράφω στο βιβλίο μου Η βιοπάθεια του καρκίνου.

9. Η οργονοτική ικανότητα και η ευαισθησία του παρατηρητή

Οι άνθρωποι των οποίων ο οργανισμός έχει χαμηλή οργονική ικανότητα ή είναι βαριά θωρακισμένοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν τα φαινόμενα της οργονικής ενέργειας, σε αντίθεση με τους υγιείς οργανισμούς. Οι πάσχοντες από βιοπάθεια καρκινικής συρρίκνωσης δεν αισθάνονται την οργόνη στο εσωτερικό του συσσωρευτή, παρά μόνο μετά από αρκετές ημέρες ή ακόμα και εβδομάδες, αφού δηλαδή φορτιστούν επαρκώς. Ασθενής είναι επίσης και η οργονοτική αντίληψη όσων παρατηρητών έχουν χαμηλή οργονοτική ικανότητα. Για παράδειγμα, δεν θα καταφέρουν να προκαλέσουν φωταύγεια σε έναν σωλήνα αερίου. Επιπλέον, δυσκολεύονται να διακρίνουν τα φωτεινά φαινόμενα στο σκοτάδι και αμφιβάλλουν αν αισθάνονται ζέστη και τσιμπήματα στο εσωτερικό του συσσωρευτή, κάτι που αντιλαμβάνεται ευκολότατα ένας επαρκώς φορτισμένος οργανισμός.

Επομένως, η βιοφυσική δομή του παρατηρητή έχει εξαιρετική σημασία για την οργονομική εργασία. Σε βαριά θωρακισμένα άτομα αναπτύσσεται άγχος στο σκοτεινό δωμάτιο, αν αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τη φωταύγεια. Σε ορισμένες περιπτώσεις αντιδρούν με πανικό και προσπαθούν να ακυρώσουν τα φαινόμενα, ερμηνεύοντάς τα ως «απλώς υποκειμενικά», ή ως «αυθυποβολή», και με άλλα τέτοια παρόμοια.

Η δομή του παρατηρητή είναι σημαντική διότι η ίδια η οργονική ενέργεια των αισθητηρίων του οργανισμού του είναι αυτή που αντιδρά στα εξωτερικά οργονικά φαινόμενα. Ο συνυπολογισμός της δομής του παρατηρητή στην αξιολόγηση των φυσικών φαινομένων έχει τεράστια, αν όχι καθοριστική, σημασία, διότι είναι ένα ακόμα βήμα προς την ενοποίηση του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, της ψυχής και του σώματος. Ακριβώς αυτή η άγνοια της βιοφυσικής λειτουργικότητας και της ψυχολογίας του βάθους του παρατηρητή, είναι ο κύ­ριος λόγος για τον οποίο οι μηχανιστικά προσανατολισμένοι επιστήμονες έχουν οδηγηθεί στο αδιέξοδο που βρίσκεται σήμερα η θεωρητική φυσική. Ενώ κατά τα άλλα διαθέτουν εξαιρετική κριτική ικανότητα, εξακολουθούν να προσκολλώνται στην παλιά, ξεπερασμένη ψυχολογική συλλογιστική. Εμμένουν στην άποψη ότι η «συνείδηση» είναι ανεξάρτητη από τον οργανισμό, και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε βιοφυσική διεργασία. Έχουν πλήρη άγνοια για την τεράστια πρόοδο, κατά το πρώτο ήμισυ του αιώνα, όσον αφορά στις λειτουργίες της αντίληψης και των συγκινήσεων, καθώς και στη σύνδεση των συγκινήσεων με τις βιοενεργειακές, δηλαδή με τις αμιγώς φυσικές, διαδικασίες που λειτουργούν στον οργανισμό ενώ παρατηρεί και συλλογίζεται. Η φυσική επιστημονική έρευνα είναι μια δραστηριότητα που βασίζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ παρατηρητή και φύσης ή, για να το πούμε διαφορετικά, μεταξύ οργονοτικών λειτουργιών που συμβαίνουν εντός, και των ίδιων λειτουργιών που συμβαίνουν εκτός του παρατηρητή. Επομένως, η χαρακτηροδομή και οι αισθήσεις αντίληψης του παρατηρητή είναι τα κύρια, αν όχι τα αποφασιστικά, εργαλεία της φυσικής έρευνας. Δεν αμφισβητούμε ούτε κατά διάνοια ότι η οργανική δομή του χειρουργού παίζει καθοριστικό ρόλο στο χειρουργείο, ούτε ότι η αίσθηση ισορροπίας και η ταχύτητα αντίδρασης του αεροπόρου έχει καθοριστική σημασία για την αεροπλοΐα. Δυστυχώς, στην επιστημονική έρευνα η αρχή αυτή αγνοείται τελείως ή παρερμηνεύεται. Φοβάμαι ότι ο παράγοντας που εμποδίζει τον συμβατικό ερευνητή να απαλλαγεί από το χάσμα μεταξύ
παρατηρητή (βιοψυχικό) και παρατηρούμενης (βιοφυσικό) φύσης είναι οι συγκινησιακές και ιδιαίτερα οι βιοσεξουαλικές λειτουργίες του.

Αλλά και στον χώρο της άβιας φύσης, η οργονομική έρευνα προσανατολίζεται καλύτερα αν επιμείνει σε αυτά που έμαθε από την έμβια φύση σχετικά με την ένταση των οργανικών αισθήσεων, με τη λειτουργία του οργασμικού σπασμού, με τα ενδοπτικά[3] φαινόμενα, και με τις αντιδράσεις του βιοφυσικού πεδίου πέρα από την επιφάνεια του οργανισμού. Από τις παραπάνω γνώσεις καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η ανεμπόδιστη οργονοτική λειτουργικότητα του παρατηρητή και του πειραματιστή είναι βασική προϋπόθεση για την οργονομική φυσική έρευνα. Είναι λυπηρό να μην κατανοεί ο διανοητής της συμβατικής φυσικής τη χρησιμότητα της βιοενεργειακής λειτουργικότητας του παρατηρητή, και να παραμένει άρρηκτα δεμένος με την άποψη της φαινομενολογικής ψυχολογίας που μεσουρανούσε πριν από πενήντα χρόνια, σύμφωνα με την οποία η «συνείδηση» και η «λογική» κινούνται ελεύθερες, ακυβέρνητες, ασύνδετες και ακατανόητες στον «κενό χώρο».

Θέλω να συνοψίσω τις λειτουργίες που κατά καιρούς αποδόθηκαν στον αιθέρα από διάφορους ερευνητές, που προσπάθησαν να περιγράψουν ένα γενικό υπόστρωμα από το οποίο απορρέουν όλα τα γνωστά φυσικά φαινόμενα. Έκπληκτοι θα διαπιστώσουμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις λειτουργίες, χωρίς ποτέ να έχουν παρατηρηθεί απευθείας, συμπίπτουν με λειτουργίες της κοσμικής οργονικής ενέργειας, οι οποίες έχουν παρατηρηθεί απευθείας και αναπαραχθεί πειραματικά. Το βιοψυχιατρικό πρόβλημα που μας καταπλήσσει, είναι το εξής:

Οι παρατηρητές περιέγραψαν την πρωταρχική κοσμική ενέργεια σωστά, όσον αφορά στις κύριες λειτουργίες της. Κι όμως, δεν κατόρθωσαν να έρθουν σε επαφή μαζί τους, παρά μόνο επαγωγικά. Παρέμειναν αποκλεισμένοι από την απευ­θείας παρατήρηση και από τον πειραματισμό με τον αιθέρα. Προφανώς, για αυτό δεν είναι δυνατόν να ευθύνεται ο αιθέρας, ευθύνεται ο παρατηρητής. Είναι, δηλαδή, ζήτημα βιοψυχια­τρικής. Έχει να κάνει κυρίως με τη βιοφυσική τής αντίληψης, και με την ερμηνεία των αισθητηριακών εντυπώσεων και των οργανικών αισθήσεων. Όπως απεδείχθη τόσο σαφώς από την όλη ανάπτυξη της οργονομίας, υπήρχε ΕΝΑΣ μόνο τρόπος να μελετηθεί ο αιθέρας ως φυσικό μέγεθος, και αυτός ήταν το οργονοτικό ρεύμα στον άνθρωπο ή, με άλλα λόγια, η «ροή του αιθέρα» στις μεμβράνες του ανθρώπου. Εδώ και αιώνες, αυτή η αρχέγονη δύναμη ονομάστηκε από τη θρησκεία: «Θεός». Αρχίζουμε, λοιπόν, να καταλαβαίνουμε γιατί οι περισσότεροι σπουδαίοι φυσικοί που ασχολήθηκαν με κοσμικά προβλήματα, ιδιαίτερα με όσα είχαν σχέση με τον αιθέρα, όπως ο Νεύτωνας, ενεπλάκησαν πολύ και με το ζήτημα του Θεού.

ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ

 

Που απαιτούνται
για την ύπαρξη του ΑΙΘΕΡΑ
Που παρατηρούνται στην
ΚΟΣΜΙΚΗ ΟΡΓΟΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
1. Υπάρχει παντού. Υπάρχει παντού. Οι συσσωρευτές οργόνης λειτουργούν παντού.
2. Πληροί τον χώρο. Πληροί τον χώρο. Η οργονική ενέργεια παρατηρείται και στο κενό.
3. Διαπερνά τα πάντα. Διαπερνά τα πάντα.
4. Από αυτόν απορρέει κάθε μορφή ενέργειας. Μεταβάλλεται και εκδηλώνεται ως θερμότητα, ως «στατικός ηλεκτρισμός», ως διάχυτες και μη αστραπές, ως ηλεκτρισμός, ως μαγνητισμός, ως βαρυτική έλξη.
5. Μετατρέπεται σε ύλη ή μάζα. Από την υπέρθεση δύο ή περισσότερων κυμάτων οργονικής ενέργειας (Kreiselwelle) δημιουργείται ένα υλικό σωματίδιο.
6. Ευθύνεται για τη συνοχή των ατόμων. Συγκρατεί τις μονάδες ύλης, δηλαδή τα βιόντα. Η συνεκτική δύναμη ελευθερώνεται και γίνεται εμφανής κατά την αποσύνθεση της στέρεας ύλη σε βιόντα = κύστεις οργονικής ενέργειας.
7. Εκπέμπει φως. Διαδίδει την οργονοτική διέγερση με την «ταχύτητα του φωτός». Το «φως» είναι εκδήλωση της οργονοτικής φωταύγειας και έχει τοπικό χαρακτήρα.
8. Είναι αόρατος. Είναι αόρατη. Γίνεται εμμέσως ορατή, ως «διάθλαση του φωτός», ως «κύματα θερμότητας» και ως «κακή ορατότητα».
9. Δεν υπάρχει θερμότητα στον αιθέρα. Οι περισσότερες οργονοτικές λειτουργίες είναι «ψυχρές»: φωταύγεια, κίνηση σε αγωγό, έλξη. Ωστόσο, παράγεται θερμότητα λόγω της αντανάκλασής της στο μέταλλο, και λόγω της εντονότατης κινητικότητάς της στην ύλη, στους πλανήτες και στους έμβιους οργανισμούς.
10. Διατήρηση της ενέργειας. Διατήρηση της ενέργειας. Ωστόσο, υπάρχει «ενεργειακός μεταβολισμός»:

α) Ροή προς το υψηλότερο ενεργειακό επίπεδο.

β) Διατηρείται το ανώτατο δυνατό επίπεδο συγκέντρωσης, «χωρητικότητα».

γ) Αποφόρτιση προς χαμηλότερο επίπεδο.

11. Βρίσκεται σε ηρεμία, είναι στατικός. Η Γη κινείται μέσα στον αιθέρα σαν μια μπάλα που περιστρέφεται σε στάσιμο νερό. Βρίσκεται μονίμως σε κυματοειδή και παλμική κίνηση: η οργονόσφαιρα κινείται ταχύτερα στον γαλαξιακό ωκεανό οργόνης απ’ όσο η Γη. Η αναλογία είναι μια μπάλα που κυλά στα κύματα του νερού με μικρότερη ταχύτητα από την ταχύτητα των κυμάτων.
12. «Δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την παρουσία του». Παρερμηνεία του πειράματος Μίκελσον εξαιτίας της υπόθεσης ότι ο αιθέρας είναι στατικός και ότι το «φως» ταξιδεύει στο διάστημα. Η παρουσία της επιβεβαιώνεται οπτικά, θερμικά, ηλεκτροσκοπικά, και με τον μετρητή Γκάιγκερ. Εξηγούνται φυσικά φαινόμενα μέχρι στιγμής ανεξήγητα: η «φυσική διαρροή», η «κακή ορατότητα», η «επίδραση πεδίων εν κενώ», τα «ραδιοφωνικά παράσιτα», οι «κοσμικές ακτίνες», το γαλάζιο χρώμα του ουρανού, του ωκεανού, των απομακρυσμένων βουνών, η «ιονισμένη κοσμική σκόνη» στο βόρειο σέλας, κτλ.

 

[1]     στεε: Πρόκειται για κυριολεκτική διαπίστωση εφόσον αυτό το οποίο όντως κινείται στο σύμπαν είναι η ηλεκτρομαγνητική διέγερση η οποία, διαδιδόμενη με την ταχύτητα του φωτός, παράγει τοπικά το φως (=φωταύγεια), αλληλεπιδρώντας με το οργονικό πεδίο της Γης, εντός των ορίων της ατμόσφαιράς της.

[2]     Βλ. Το άρθρο «Μια κινητήρια δύναμη στην οργονική ενέργεια», στο περιοδικό Orgone Energy Bulletin, 1, 1949, σ. 10-11.

[3]     Στεε: Αντίληψη φωτεινών φαινομένων τα οποία οφείλονται σε διεργασία εντός του οφθαλμού.