Άρθρο του Βίλχελμ Ράιχ που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οργονομικός λειτουργισμός, τόμος 1, άνοιξη 1990, εκδόσεις Wilhelm Reich Infant Trust Fund

Επειδή ο καλύτερος τρόπος εισαγωγής σε ένα νέο πεδίο γνώσης είναι η περιγραφή της διαδικασίας από την οποία προέκυψε, θα προσπαθήσω να εισαγάγω τον αναγνώστη στον οργονομικό λειτουργισμό παρουσιάζοντας τη λογική ενότητα και ομοιομορφία των συμπερασμάτων στα οποία μας οδήγησε κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Μέχρι στιγμής, τον έχω περιγράψει σε συνάρτηση με κάποιο ζήτημα ή σε κάποια ιστορική αναδρομή. Εδώ θα αναδιατάξω το ήδη γνώριμο υλικό, τις πολλές παρατηρήσεις, τα κλινικά και πειραματικά στοιχεία και τα θεωρητικά συμπεράσματα και σκοπεύω να το κάνω με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδυθεί μόνος του ο ορθολογισμός της συνεπούς φυσικής έρευνας, με τη λογική σειρά: παρατήρηση, υπόθεση, πειραματική επιβεβαίωση, νέα ευρήματα. Με τη συγκεκριμένη παρου­σίαση των οργονομικών δεδομένων θα οδηγηθούμε τελικά να διατυπώσουμε λειτουρ­γικές εξισώσεις οι οποίες θα συνδεθούν με τις συλλογιστικές πράξεις των κλασικών μαθηματικών και θα μας προσφέρουν ένα αποτελεσματικό modus operandi [στμ: τρόπος λειτουργίας] που είναι απαραίτητος για ένα σκεπτόμενο ον που προσπαθεί να κατανοήσει τον φυσικό κόσμο γύρω του. Ο παρατηρητής και η φυσική λειτουργία, η υποκειμενική αίσθηση και το αντικειμενικό ερέθισμα, η αντίληψη και το αντικείμενο, όλα θα τα δούμε από τη νέα οπτική γωνία της λειτουργικής ενότητας της φύσης. Τελικά θα υποχρεωθούμε να αναγνωρίσουμε ότι η βιολογική δομή του παρατηρητή είναι αδύνατον να αποκλειστεί από τη μελέτη της φύσης, και από οποιαδήποτε αποτίμηση των αποτελεσμάτων της έρευνάς του. Η λογική και η ορθολογικότητα που ενσωματώνονται στην επιστημονική σκέψη δεν είναι παρά αντανάκλαση της αρμονίας των φυσικών γεγονότων τα οποία, μέχρι στιγμής, εξυμνούνται μόνο από τη σπουδαία ποίηση. Θα μπορέσουμε επίσης να βάλουμε τον παραλογισμό στη θέση που του αρμόζει και να κάνουμε μια αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία του.

Ο ψυχικός χώρος δεν έχει υπερφυσική προέλευση

Η ανάπτυξη του συστήματος της λειτουργικής σκέψης ξεκίνησε από μία αναπόδεικτη πεποίθηση: Η συγκινησιακή ζωή τού ανθρώπου δεν έχει υπερφυσική προέλευση. Βρίσκεται εντός των ορίων της φύσης και μπορεί να διερευνηθεί. Όπως κάθε τι άλλο στη φύση, υπακούει και αυτή στους λειτουργικούς νόμους της ύλης και της ενέργειας.

Η πεποίθηση αυτή χρειάστηκε να συγκρουστεί με δύο κολοσ­σιαία γεγονότα, με τα οποία βρισκόταν σε αντίθεση:

  1. Οι νόμοι των φυσικών φαινομένων, όπως αποκαλύφθηκαν από την επιστήμη της χημείας, της φυσικής και των μαθηματικών, είναι ασύμφωνοι με τις λειτουργίες που χαρακτηρίζουν τη συγκινησιακή ζωή. Από λειτουργική σκοπιά, η μηχανιστική υλική άποψη περί φύσεως ισχύει μόνο για τα κατώτερα βασίλεια της ζωής.
  2. Για τη συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας, ο ευρύτερος χώρος των συγκινήσεων, των αισθήσεων, των φιλοσοφιών και κάθε τρόπου ζωής συνδέεται ισχυρά με μυστικιστικές, υπερφυσικές δυνάμεις οι οποίες, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, βασίζονται στην ιδέα μιας θεϊκής οντότητας, η οποία βρίσκεται πέρα από το όριο της αντίληψής μας. Είναι μια άποψη που αντιβαίνει με την άποψη ότι η συγκινησιακή ζωή του ανθρώπου βρίσκεται εντός του πεδίου των κατανοήσιμων φυσικών διεργασιών.

Έτσι, πριν ακόμα αρχίσει να εφαρμόζεται αποτελεσματικά, η τεχνική της λειτουργικής σκέψης προσέκρουε στα άκαμπτα τείχη των δύο κεντρικών συστημάτων σκέψης του ανθρώπου, δηλαδή του μηχανικισμού (υλισμός, ατομισμός, χημισμός κ.λπ.) και του μυστικισμού (ιδεαλισμός, μεταφυσική, πνευματισμός κ.λπ.), τα οποία έχουν αναπτυχθεί από αρκετές χιλιάδες χρόνια, και υποστηρίζονται από πανίσχυρους κοινωνικούς οργανισμούς.

Το ζήτημα δεν ήταν να δημιουργηθεί μια αμιγώς φιλοσοφική βάση με την οποία να υποστηρίξουμε ότι ο χώρος των συναισθημάτων ανήκει στο φυσικό και όχι στο μεταφυσικό βασίλειο. Κάτι τέτοιο δεν θα επέλυε τίποτα και, αργά ή γρήγορα, αθόρυβα, θα εξαφανιζόταν. Υπήρχε μόνο ένας δρόμος να ακολουθήσω και αυτός ήταν να παρατηρώ άμεσα τα φυσικά φαινόμενα και να εξηγώ τις παρατηρήσεις με λογική ανάλυση. Οι όροι «λειτουργία» και «λειτουργικός» ήταν ήδη σε χρήση εκείνη την εποχή, αλλά δεν σήμαιναν τίποτα όσον αφορά στο βασικό πρόβλημα. Αντιθέτως, δημιούργησαν συχνά σύγχυση, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της ψυχιατρικής, όπου οι «λειτουργικές» ασθένειες θεωρούνταν «αποκυήματα της φαντασίας». Υπήρχε ένα βαθύ, αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της ιατρικής και της φυσικής αντίληψης ως προς τον ορισμό του «λειτουργικού».

Οι αρχαίοι Έλληνες παρατηρητές της φύσης θεωρούσαν ότι ο άψυχος κόσμος ήταν πλήρης μιας ουσίας σε κίνηση. Η επικρατούσα άποψη ήταν ότι τα πάντα κινούνται, «τα πάντα ρει». Η βασική ίδια άποψη ισχύει και για τη σημερινή φυσική έρευνα. Η «κίνηση» και η «ενερ­γεια­κή διαδικασία» είναι αδιαχώριστες επειδή η κίνηση, δηλαδή η αλλαγή θέσης στον χώρο, προϋποθέτει μια δύναμη που ωθεί την ύλη. Από εδώ και πέρα δεν μπορώ πλέον να συνεχίσω να εξηγώ για ποιον λόγο στην επιστημονική μου προσέγγιση προτίμησα να εμπλακώ με την «ενεργειακή» δια­δικασία, αντί να εμπλακώ με την «ύλη» ή με την «ουσία». Μια τέτοια στάση εκ μέρους μου ήταν εντελώς πιθανό να δη­μιουργήσει προβλήματα, επειδή η κύρια κατεύθυνση της σκέψης στη φυσική και στη χημεία ήταν ατομική, δηλαδή υλιστική. Με άλλα λόγια, κεντρική άποψη ήταν ότι όλη η φύση είχε προέλθει από άτομα σε κίνηση. Η συγκεκριμένη άποψη είχε διεισδύσει στη θεωρία των ηλεκτρονίων, που εκείνη την εποχή (περίπου το 1919) κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Ακόμα και οι μικρότερες ποσότητες ηλεκτρικού φορτίου συνεπάγονταν μάζα, ήταν δηλαδή σωματίδια, αν και ειδικού είδους σωματίδια. Σε σχέση με αυτά, η αντίφαση που εμπεριείχε η αναδυόμενη θεωρία του λειτουργισμού μπορούσε να διατυπωθεί ως ακολούθως:

Αν η φυσική λειτουργικότητα είναι θεμελιώδης ενεργειακή διαδικασία, έπεται λογικά η ύπαρξη μιας πρωταρχικής ή αρχέγονης ενέργειας. Αν, όμως, τα ηλεκτρόνια έχουν ήδη μάζα, τότε η «ύλη» ή τα σωματίδια έπρεπε και αυτά να είναι πρωταρχικά. Από καθαρά λογική άποψη δεν είναι πιθανόν δύο τόσο διαφορετικές οντότητες όπως η ενέργεια και η μάζα να είναι αμφότερα πρωταρχικά φαινόμενα. Η συμβατική φυσική, όμως, με βάση τη σχέση ενέργειας-μάζας που είναι σήμερα αποδεκτή, συμπέρανε ότι και η μάζα και η ενέργεια είναι και τα δύο πρωταρχικά φυσικά φαινόμενα. Ο Αϊνστάιν είχε ήδη εξαλείψει τον απόλυτο διαχωρισμό μεταξύ μάζας και ενέργειας. Η ενέργεια (Ε) ήταν πλέον μάζα κινούμενη με την ταχύτητα του φωτός (m×c2), αλλά από την άλλη μεριά, εξακολουθούσε να είναι «μάζα», δεν ήταν δηλαδή πλήρως απαλλαγμένη από μάζα, αν το θέταμε καθαρά με όρους πρωταρχικότητας. Είναι γνωστό από την εποχή του Μπεκερέλ και της Κιουρί ότι η ύλη καταρρέει ή μετατρέπεται σε ενέργεια και είναι επίσης γνωστός ο μηχανισμός με τον οποίο συμβαίνει αυτό. Κανείς όμως, με εξαίρεση μερικούς φιλόσοφους υποστηρικτές της θεωρίας του αιθέρα, δεν έχει προτείνει ότι η μάζα είναι δυνατόν να σχηματιστεί από ενέργεια. Η ύλη και η μάζα της (m) ήταν και παρέμενε αρχέγονη, ένα φυσικό φαινόμενο του οποίου η προέλευση δεν μπορούσε να αναχθεί περαιτέρω. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να υποπτευθώ ότι ο περιορισμός αυτός οφείλετο στη φύση της μηχανιστικής σκέψης. Βεβαίως δεν θα βοηθούσε και πολύ αν το γνώριζα, διότι αμέσως θα ετίθετο το εξής καινούργιο πρόβλημα: αν η μάζα δεν είναι αρχέγονη, τότε με ποιον τρόπο σχηματίζεται από την ενέργεια;

Ο λειτουργισμός —σε εμβρυϊκό στάδιο τότε— έδινε προτεραιότητα στην ενέργεια όσον αφορά στη φυσική εξέλιξη, χωρίς όμως να μπορεί να αποδείξει αυτόν τον ισχυρισμό. Και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε τίποτα με το οποίο ένας νεαρός επιστήμονας να εξηγήσει πώς κατέληξε σε μια τέτοια πεποίθηση. Δεν ήταν η μυστικιστική του τάση, επειδή ο εκκολαπτόμενος λειτουργισμός απέρριπτε απολύτως κάθε μεταφυσική άποψη περί φύσεως, όπως η εντελέχεια αντικρούει τον πνευματισμό. Σήμερα, πιστεύω ότι αυτή η προτίμηση βασιζόταν απλώς στην αίσθηση της κίνησης στον ίδιο τον οργανισμό μου. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια προτίμηση, αργότερα όμως αποδείχθηκε ότι είχε στέερες βάσεις.

Από την πρώτη παραδοχή ότι οι συγκινησιακές διεργασίες ανήκουν στον χώρο των κατανοήσιμων φυσικών φαινομένων και από τη δεύτερη ότι όλα τα φυσικά φαινόμενα είναι πρωτίστως ενεργειακά, έπεται λογικά ότι τα συγκινησιακά και τα ψυχικά φαινόμενα πρέπει να αποδίδονται σε ενεργειακές διεργασίες.

Η «ψυχική ενέργεια» υπάρχει

Γύρω στα 1919 οι αρχικές λειτουργικές υποθέσεις συνδέθηκαν με τις θεωρίες της ψυχανάλυσης, η οποία εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα εγκαταλείψει τον προς την ενέργεια προσανατολισμό της, όπως συμβαίνει σήμερα. Πιστεύω ότι ο Φρόιντ ήταν ο πρώτος ερευνητής στον χώρο της ψυχολογίας που υπέθεσε την ύπαρξη κάποιου είδους «ψυχικής ενέργειας». Σύμφωνα με την άποψή του, οι ψυχικές ιδέες και οι προσλαμβάνουσες συνδέονται με διάφορες ποσότητες «συναισθήματος». Τα συναισθήματα που αργότερα ονομάστηκαν «συγκινήσεις», ήταν εκφράσεις των βιο­λογικών ενορμήσεων (ενστίκτων). Για παράδειγμα, η διαδικασία απώθησης[1] μπορεί να επενεργήσει μόνο σε μια ιδέα, όπως στην περίπτωση της υστερίας, χωρίς να απωθήσει το συνδεόμενο με αυτήν συναίσθημα. Ή μπορεί να επενεργήσει μόνο επί του συναισθήματος, αφήνοντας ανεπηρέαστη την ιδέα, όπως στην περίπτωση της ιδεοληπτικής νεύρωσης. Επίσης, μπορεί να απωθηθούν και η ιδέα και το συναίσθημα, όπως σε ορισμένες περιπτώσεις ολικής αμνησίας. Υπό αυτήν την έννοια, δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ ιδεών και συναισθημάτων, είτε λειτουργική είτε γενετική. Η «ιδέα» και το «συναίσθημα» ήταν δύο εντελώς διαφορετικές και διακριτές ψυχολογικές οντότητες.

Εκείνη την εποχή, το υπόβαθρο της ψυχαναλυτικής θεω­ρίας ήταν ίδιο με το υπόβαθρο της συμβατικής φυσικής. Ακριβώς όπως στην άβια φύση, «η ύλη» ή «η μάζα», που είναι πρωταρχικό μέγεθος, κινείται και μετατίθεται υπό την επίδραση «δυνάμεων», έτσι και στην ψυχολογική σφαίρα «ποσότητες ενέρ­γειας» προσαρτώνται σε στατικές ιδέες, μετακινώντας και μεταθέτοντάς τες. Οι ιδέες αντιστοιχούσαν στην «ύλη» και οι «ορμές» στις «δυνάμεις» ή στις «ωθήσεις» της συμβατικής φυσικής.[2]

Σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο έγινε η πρώτη προσπάθεια εφαρμογής της λειτουργικής συλλογιστικής τεχνικής.

Η θεωρία περί σεξουαλικής οικονομίας, που τότε ήταν ακόμα σε εμβρυϊκό στάδιο, χρησιμοποιήθηκε για τη διεξοδική μελέτη της λειτουργίας του οργασμού. Μεταξύ άλλων, ανακαλύφθηκε ότι μια σεξουαλική ιδέα, όπως η ιδέα της σεξουαλικής πράξης, δεν μπορούσε να αναπαραχθεί αν απουσιάζουν οι αντίστοιχες συγκινήσεις ή αν ο οργανισμός παύει να βρίσκεται πλέον σε κατάσταση υψηλής έντασης, όπως συμβαίνει μετά την ικανοποίησή του, δηλαδή μετά την «εκφόρτιση της ενέργειας». Υπήρχε, επομένως, κάποιος στενότερος σύνδεσμος μεταξύ ιδέας και ενεργειακής διαδικασίας, απ’ ό,τι υπέθετε η ψυχαναλυτική θεωρία.

Οι διεξοδικές φαινομενολογικές μελέτες της αίσθησης της ηδονής δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη λειτουργία της ενόρμησης. Δεν ήταν δυνατόν μια ενόρμηση σε ένα σημείο του σώματος να αναζητεί την ηδονή σε κάποιο άλλο, αλλά, αντιθέτως, φαινόταν ότι η ενόρμηση δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά η κινητική λειτουργία της ηδονής [στεε: ακριβώς όπως και η ηδονή είναι η αισθητική λειτουργία της ενόρμησης].

Δεδομένου ότι η αίσθηση ηδονής είναι ψυχική λειτουργία, ενώ η ενόρμηση σωματική, διαπιστώνουμε ότι δύο διακριτές λειτουργίες του οργανισμού συνδυάζονται και δημιουργούν μία «λειτουργική ενότητα». Ενόρμηση και ηδονή έγιναν ταυτόσημα όσον αφορά στην κινητική τους δραστηριότητα [στεε: δηλαδή όσον αφορά στο οργονοτικό ρεύμα].Κινητική δραστηριότητα

Η κινητική δραστηριότητα έπαψε πλέον να είναι λειτουργία της «ενόρμησης». Αντιθέτως, η ώθηση της ενόρμησης έγινε μια λειτουργία τής —ακόμα απροσδιόριστης— βιολογικής κινητικής δραστηριότητας. Το ίδιο και η αίσθηση της ηδονής.

Η σωματική διέγερση, δηλαδή η ενόρμηση, έχει πλέον ταυτιστεί με την ψυχική αίσθηση, μια συγκεκριμένη βιολογική διερ­γασία, που δεν ήταν άλλη από τη σεξουαλική κινητική δραστηριότητα. Όμως, εκείνη την εποχή δεν ήταν σαφές τι είναι εκείνο που κινείται στο σώμα. Και ήταν εξίσου ασαφές τι εννοεί­το με τον όρο «σεξουαλική λειτουργία». Η φροϊδική σεξουαλική ψυχολογία είχε πλήρη επίγνωση αυτών των αβεβαιοτήτων. Ο Φρόιντ υπέθετε ότι οι ενορμήσεις «οφείλονται σε βιολογικές διεργασίες» και ότι αυτές οι διεργασίες είναι, κατά κάποιον τρόπο, χημικής φύσεως. Αργότερα, η ψυχανάλυση απομακρύνθηκε τελείως από τέτοιου είδους θεμελιώδη επιστημονικά ερωτήματα. Τελματώθηκε και υποβαθμίστηκε σε ένα ντροπιαστικό μείγμα ψυχιατρικού εμπορίου και χαλαρής συζήτησης περί ανθρώπων.

Ωστόσο, η συλλογιστική τεχνική του οργονομικού λειτουργισμού είχε κερδίσει τον πρώτο σημαντικό ισχυρισμό της: Οι ιδέες έρχονται και φεύγουν. Η ύπαρξή τους εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, από άποψη κινητικότητας, η ενέργεια του σώματος.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αίσθηση και διέγερση ταυτίζονται ως προς μία, απροσδιόριστη ακόμα, κοινή αρχή λειτουργίας. Η αίσθηση είναι συνάρτηση της διέγερσης και η διέγερση, με τη σειρά της, είναι συνάρτηση της αίσθησης. Είναι αδιαχώριστες και συνιστούν μια λειτουργική ενότητα. Και, ταυτοχρόνως, δεν είναι ένα και το αυτό, αλλά διαφορετικές και μάλιστα αντιθετικές. Αυτή η διαπίστωση οδήγησε στην πρώτη διατύπωση της «ταυτόχρονης ταυτότητας και αντίθεσης».

Όλα αυτά συνέβησαν μεταξύ 1919 και 1923. Εκείνη την εποχή δεν είχα ακόμα συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για καινοτομία στη συλλογιστική, αλλά την παρουσίασα σε μια εργασία μου με τίτλο «Über Triebenergetik»[3] (1923) και τη συμπεριέλαβα σε όλες τις μετέπειτα ψυχαναλυτικές μελέτες μου περί γενετησιότητας.

Οι αρχικές αυτές παρατηρήσεις αποτέλεσαν την αφετηρία που οδήγησε σε μια διατύπωση πολύ σημαντική για την κατανόηση των διεργασιών της συνείδησης, και πιο συγκεκριμένα ότι οι ιδέες είναι «συγκεντρώσεις ενεργειακών κβάντων» ή, με άλλα λόγια, ότι αν ανατρέξουμε στις απαρχές μιας ψυχικής ιδέας θα φτάσουμε σε κάποια ενεργειακή διαδικασία.

Επρόκειτο για μια σκέψη καινοφανή, χωρίς προηγούμενο στον χώρο της επιστήμης. Το κρίσιμο στοιχείο ήταν η υπόθεση ότι δύο λειτουργίες μπορούν να είναι ταυτοχρόνως ταυτόσημες και αντιθετικές. Η φιλοσοφία είχε να προσφέρει μόνο τη μονιστική άποψη περί ενότητας σώματος και ψυχής, τη δυαδική άποψη περί ψυχοσωματικού παραλληλισμού, τη μηχανιστική-υλιστική, μονόπλευρη εξάρτηση της ψυχής από το σώμα και την πνευματιστική (ιδεαλιστική-μεταφυσική) εξάρτηση της ύλης από ένα υπερφυσικό παγκόσμιο πνεύμα. Η συλλογιστική μέθοδος του Φρόιντ ήταν κατά βάση υλιστική, αλλά και δυαδική. Παραδεχόταν δύο είδη ενορμήσεων τα οποία στα βάθη της ψυχής δεν συνδέονταν κατά κανέναν τρόπο. Στην αρχή ήταν τα «σεξουαλικά ένστικτα» και τα «ένστικτα του Εγώ». Αργότερα, τα «σεξουαλικά ένστικτα» και το «ένστικτο του θανάτου». Πολλά χρόνια αργότερα, το 1927, ανακάλυψα το σύστημα συλλογιστικής που ονομάζεται «διαλεκτικός υλισμός» το οποίο είχε διατυπώσει ο Φρίντριχ Ένγκελς (Αντι-Ντίρινγκ[4]).

Αυτή η πρώιμη και διστακτική απόπειρα που ανέφερα παραπάνω, δηλαδή να συσχετιστεί η ψυχική ιδέα με την κινητικότητα της ενέργειας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία του έργου μου, ως την ανακάλυψη της κοσμικής οργόνης και των οργονομετρικών λειτουργικών εξισώσεων το 1947. Δεν είναι εύκολο να το διευκρινίσω αυτό με απλούς όρους, αλλά ίσως από το παρακάτω διάγραμμα να φανεί γιατί η ψυχαναλυτική διατύπωση και η αρχική δική μου λειτουργική διατύπωση περί συγκινησιακής διεργασίας οδήγησαν αναπόφευκτα σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.

Συναίσθημα, ιδέα

Διάγραμμα της σχέσης μεταξύ ιδέας και ενέργειας της ενόρμησης.

Η ποσότητα του συναισθήματος «που προσκολλάται σε μια ιδέα» αγνοήθηκε πολύ σύντομα από την ψυχολογία, η οποία επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στο περιεχόμενο, στην εμπειρία, στη σύγκρουση, στις ανθρώπινες σχέσεις κ.λπ. Παρ’ όλο που η ψυχολογία γνωρίζει ότι οι εμπειρίες, οι συγκρούσεις κ.λπ., φορτίζονται σε διαφόρους βαθμούς από συναισθήματα, δεν την ενδιαφέρει η προέλευση των συναισθημάτων. Πράγματι, η ψυχολογία συχνά υποπίπτει στο χονδροειδές λάθος να υποθέτει ότι ο ίδιος ο συναισθηματικός πλούτος προέρχεται εξαιτίας μιας καθήλωσης στη μητέρα. Έτσι, όμως, παραβλέπει το γεγονός ότι η ισχυρή καθήλωση στη μητέρα είναι και η ίδια αποτέλεσμα κάποιας ειδικής ενεργειακής κατάστασης του οργανισμού του νηπίου.

Ο λειτουργισμός, αντιθέτως, που αργότερα οδήγησε στην ανακάλυψη της κοσμικής οργονικής ενέργειας, επικεντρώθηκε στην εξάρτηση του ψυχικού περιεχομένου —δηλαδή των ιδεών, συγκρούσεων, εμπειριών κ.λπ.— από την ενεργειακή κατάσταση του οργανισμού. Για παρά­δειγμα, η υπερβολική καθήλωση ενός παιδιού στη μητέρα, που ήταν πλέον κατανοητή ως έκφραση μιας «ανεσταλμένης ενόρμησης» ή μιας «ενεργειακής λίμνασης», αντιστοιχούσε σε κάποια διαταραχή της ικανότητας του οργανισμού να απελευθερώσει ενέργεια. Ένα γενετήσια καταπιεσμένο παιδί προσκολλάται στοματικά στη μητέρα. Ένα παιδί, γενετήσια ικανοποιημένο, δεν προσκολλάται στη μητέρα του, αλλά βρίσκει συντρόφους της ηλικίας του για να παίξει.

Η ψυχολογία αναλύει και αποδομεί τις εμπειρίες και τις συγκρούσεις και τις συσχετίζει με παλαιότερες εμπειρίες, που ήταν σημαντικές κατά το παρελθόν. Είναι ευνόητο ότι οι συγκαιρινές ιδέες και οι ενστικτικοί στόχοι αναδύονται από προη­γούμενες ή από απωθημένες ιδέες και ενστικτικούς στόχους.

Η λειτουργική οργονοθεραπεία δεν αποδομεί εμπειρίες. Δεν λειτουργεί με τον συνειρμό των ιδεών, αλλά με την ενστικτική ενέργεια την οποία απελευθερώνει από χαρακτηρολογικές και μυϊκές θωρακίσεις, επιτρέποντάς της έτσι να κινηθεί πάλι ανεμπόδιστα, διαλύει δηλαδή την ενεργειακή λίμναση. Για την οργονοθεραπεία δεν έχει καμία σημασία ποιες εμπειρίες προκάλεσαν τη λίμναση της ενέργειας. Ο θεραπευτικός στόχος της ψυχολογίας είναι η ανάκληση των λησμονημένων εμπειριών. Ο θεραπευτικός στόχος της οργονοθεραπείας είναι να κινητοποιήσει τη βιολογική ενέργεια, δηλαδή την οργόνη, του οργανισμού.

Υπάρχει μια ακόμα καθοριστικής σημασίας διαφορά μεταξύ ψυχολογίας και οργονικής βιοφυσικής, η οποία επηρεάζει ακόμα και τις μαθηματικές, οργονομετρικές μελέτες. Η εστίαση αποκλειστικά στις εμπειρίες και στις ιδέες οδήγησε σε όλο και πιο περίπλοκες σχέσεις και διεργασίες. Αντιθέτως, η εστία­ση στις ενεργειακές λειτουργίες σταδιακά απλοποιεί την κατανόη­ση των βιολογικών διεργασιών και κατ’ επέκταση όλων των εμπειριών και ιδεών του ανθρώπου, επειδή όλες οι εμπειρίες ανάγονται σε απλές βιολογικές ενεργειακές διεργασίες. Για να διευκρινιστεί αυτή η αντίφαση μεταξύ απλότητας στο βαθύ βιο­λογικό επίπεδο και πολυπλοκότητας στο επιφανειακό ψυχικό επίπεδο, αρκεί να σκεφτούμε την τεράστια πληθώρα και παραλλαγή των ψυχωτικών και νευρωτικών εμπειριών. Όμως, αυτή η πληθώρα εμπειριών οφείλεται σε ένα και μόνο ενεργεια­κής φύσεως γεγονός: στη λίμναση της σεξουαλικής-βιολογικής ενέργειας. Οι παθολογικές φαντασιώσεις και όλη η σύγχυση και η ατέρμονη πολυπλοκότητα καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος όταν αρχίζει και πάλι να λειτουργεί φυσιολογικά η βιολογική ενέργεια, μόλις δηλαδή αποκατασταθεί η φυσιολογική ενεργειακή οικονομία του οργανισμού.

Επιπλέον, από την οπτική γωνία μιας φυσικής έρευνας που επιχειρεί να επαναφέρει τον άνθρωπο στην αρμονία με τη φύση, η ψυχολογία δεν προχωρά πέρα από τις ψυχικές διεργασίες, ενώ η λειτουργική ενεργειακή προσέγγιση τον οδηγεί από τις ιδέες στη βιολογική ενέργεια, και από τη βιολογική ενέργεια στην ευρύτερη πηγή της, δηλαδή στις φυσικές ενεργειακές λειτουργίες. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ενεργειακός λειτουργισμός, με λογική συνέπεια, οδήγησε στην ανακάλυψη των βιόντων[5] και, στη συνέχεια, στην ανακάλυψη της οργόνης.

Πολυπλοκότητα στην ψυχική σφαίρα και απλότητα στη βιολογική σφαίρα.

Διάγραμμα που δείχνει τη σχέση μεταξύ πολυπλοκότητας στην ψυχική σφαίρα, και απλότητας στη βιολογική σφαίρα.

«Ψυχική ενέργεια»: Λειτουργία της βιολογικής διέγερσης του κυττάρου

Έχω ήδη αναφέρει ότι η σεξουαλική διέγερση θεωρείτο αποτέλεσμα που προκαλείται από «χημικές ουσίες», οι οποίες αργότερα έγιναν γνωστές ως «σεξουαλικές ορμόνες». Όμως, κανείς δεν αναφέρει με ποιον τρόπο οι χημικές, ορμονικές διαδικασίες δημιουργούν τη σεξουαλική διέγερση. Έπρεπε λοιπόν, η λειτουργική μέθοδος σκέψης να υπερβεί αυτήν τη χημική προκατάληψη.

Η σεξουαλική διέγερση είναι εμφανώς ενεργειακή διαδικασία ενώ, αντιθέτως, οι χημικές διαδικασίες είναι βασισμένες στην ύλη, καθώς χαρακτηρίζονται από τον σχηματισμό ή από τη διάλυση δεσμών μεταξύ ατόμων. Αυτό συνοδεύεται από απορρόφηση ή από παραγωγή θερμότητας, κάτι που όμως δεν έχει καμία σχέση με το φαινόμενο της «διέγερσης», έτσι όπως εκδηλώνεται. Η βασισμένη στην ύλη και στη χημεία ερμηνεία της σεξουαλικής συγκίνησης προσπάθησε, μάταια, να συνδέσει άμεσα μια λειτουργία του έμβιου με μια λειτουργία της ανόργανης ύλης. Επρόκειτο για βραχυκύκλωμα της μηχανιστικής σκέψης. Η υπόθεση ότι μια ζωντανή λειτουργία διέπεται από μια άβια αγγίζει τα όρια της αφέλειας, εφόσον δεν συνοδεύεται από την παραμικρή προσπάθεια να εξηγήσει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η μετάβαση. Η εσφαλμένη αυτή συλλογιστική χαρακτηρίζει γενικότερα κάθε βιοχημική ερμηνεία της βιολογίας.

Ο λειτουργισμός προχώρησε με διαφορετικό τρόπο. Ενοποίησε τα παρατηρήσιμα φαινόμενα του οργανισμού που σχετίζονται με τη σεξουαλική διέγερση και, στην πορεία, έκανε ένα ακόμα αποφασιστικό βήμα προς την εξέλιξη αυτής της συλλογιστικής τεχνικής, ενώ ταυτοχρόνως έριξε φως σε ένα σημαντικό φαινόμενο: από τις παρατηρήσεις αποκαλύφθηκε άμεσα και αδιαμφισβήτητα ότι η αίσθηση της ηδονής και η σεξουαλική ενόρμηση συνεπάγονται τη διέγερση του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Ήταν το επόμενο στάδιο του συσχετισμού μεταξύ σωματικής ενόρμησης και αίσθησης ψυχικής ηδονής, τον οποίο περιγράψαμε παραπάνω, ότι δηλαδή η ενστικτική ενόρμηση και η αίσθηση ηδονής είναι λειτουργικά ταυτόσημες ως λειτουργίες της κινητικής δραστηριότητας του ζωντανού οργανισμού. Τώρα είχε πλέον αποδειχθεί ότι η σωματική ενόρμηση είναι λειτουργικά ταυτόσημη με μια διέγερση, δηλαδή με μια λειτουργία ή κίνηση (όχι με μια ακίνητη «ουσία») του νευρικού συστήματος του ζωντανού.

Έτσι ο λειτουργισμός δεν υπέπεσε στο σφάλμα να συνδέσει σκόπιμα και ατεκμηρίωτα την ψυχική λειτουργία με μια σωματική λειτουργία. Αντιθέτως, διά της προσεκτικής παρατήρησης των φαινομένων, ανακάλυψε την ύπαρξη μιας ταυτόχρονης αλληλεξάρτησης και επομένως μιας λειτουργικής ταύτισης της ψυχικής ηδονικής αίσθησης και της σωματικής σεξουαλικής ενόρμησης με μια αντικειμενικά παρατηρήσιμη διέγερση του αυτόνομου νευρικού συστήματος.

Σήμερα, αυτά τα φαινόμενα είναι κοινότοπα ακόμα και έξω από τον χώρο της οργονομίας. Όμως εκείνη την εποχή, τη δεκαε­τία του 1920, τίποτα δεν ήταν προφανές. Ακόμα και ο Μίλερ, που ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, στο συλλογικό έργο με τίτλο Die Lebensnerven (Τα ζωτικά νεύρα) (1931) μιλούσε με δυϊστικούς και τελεολογικούς όρους για τον «στόχο» της ηδονής που «εξυπηρετείται» από τη διέγερση του παρασυμπαθητικού συστήματος. Από λειτουργική άποψη, όμως, δεν υπάρχει σύστημα απ’ τη μια μεριά και στόχος απ’ την άλλη. Επομένως, ο πρώτος δεν είναι στην «υπηρεσία» του δεύτερου. Αντιθέτως, η ηδονική αίσθηση, η ενστικτική ενόρμηση και η παρασυμπαθητική διέγερση είναι απλώς διαφορετικές όψεις μίας και μόνης λειτουργίας: της συνολικής διέγερσης του ζωντανού οργανισμού. Οι διαφορετικές όψεις αυτής της μίας και μόνης λειτουργίας είναι αδιαχώριστες, επειδή δεν υπάρχει ηδονική αίσθηση χωρίς ενστικτική ενόρμηση, ούτε ενστικτική ενόρμηση χωρίς ηδονική αίσθηση, και καμία από τις δύο χωρίς τη βιολογική διέγερση, και το αντίστροφο. Όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή οι διάφορες «απόψεις», οι «σκοποί», οι «υπηρεσίες», οι «στόχοι» κ.λπ., απλώς δεν υφίστανται. Δεν είναι παρά επινοήσεις της ανθρώπινης φα­ντα­σίας, δηλαδή εσφαλμένες υποθέσεις της μηχανιστικής-μυστικιστικής σκέψης. Αν εξετάσουμε με προσοχή την πρόταση: «η ενόρμηση εξυπηρετεί την ηδονή ή την αναπαραγωγή», είναι εντελώς κενή νοήματος. Από πού προέρχεται αυτή η ενόρμηση; Και πού εντοπίζεται η ηδονική αίσθηση; Είναι οι λογικές ερωτήσεις που αναπόφευκτα πρέπει να θέσουμε.

Η διατύπωση της ενότητας ηδονής, ενόρμησης και βιολογικής διέγερσης οδήγησε επίσης και στην επίλυση του προβλήματος που τέθηκε από τον Φρόιντ, πώς δηλαδή η σεξουα­λική διέγερση μετατρέπεται σε άγχος. Ο Φρόιντ είχε σωστά παρατηρήσει ότι όταν η σεξουαλική διέγερση απωθείται, σε πολλές περιπτώσεις αντικαθίσταται από άγχος. Ωστόσο, στάθηκε αδύνατον να το εξηγήσει. Αργότερα εγκατέλειψε την ιδέα μιας συσχέτισης μεταξύ σεξουαλικότητας και άγχους, γεγονός που αναχαίτισε την πρόοδο των ερευνών επί της διερ­γασίας της ενόρμησης. Ακόμα περισσότερο, διαχώρισε εντελώς τις δύο λειτουργίες, αποδίδοντας εσφαλμένα το άγχος στο «Εγώ» και τη σεξουαλικότητα στο «Εκείνο». Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι το πρόβλημα παρέμενε άλυτο.

Από την άλλη μεριά, ο λειτουργισμός βρισκόταν στον σωστό δρόμο. Αν η ηδονική αίσθηση, η σεξουαλική ενόρμηση και η παρασυμπαθητική διέγερση συνιστούν μια λειτουργική ενότητα και αν, επιπλέον, όπως έχει επιβεβαιωθεί κλινικά, το άγχος εμφανίζεται όταν εξαφανίζονται η σεξουαλική διέγερση και η ηδονική αίσθηση, τότε το άγχος συνδέεται με συγκεκριμένο, αν και ακόμα ακατανόητο τρόπο, με τη λειτουργική ενότητα της βιολογικής διέγερσης, της σωματικής ενόρμησης και της ψυχικής αίσθησης. Από τη στιγμή που έγινε κατανοητή αυτή η συνθήκη, δεν ήταν πλέον ιδιαίτερα δύσκολο να λυθεί το αίνιγμα.

Η βιολογική διέγερση λαμβάνει χώρα στο νευρικό σύστημα του ζωντανού οργανισμού, δηλαδή στο αυτόνομο νευρικό σύστημα. Ωστόσο, το αυτόνομο νευρικό σύστημα αποτελείται από δύο ομάδες νεύρων που λειτουργούν αντιθετικά: την ομάδα του παρασυμπαθητικού και την ομάδα του συμπαθητικού. Όλα τα φαινόμενα που αφορούν στη λειτουργία της ηδονής συνδέονται με διεγέρσεις του παρασυμπαθητικού. Αν η λειτουργία της ηδονής εμποδίζεται, τότε εμφανίζεται άγχος. Λογικά, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι αν η λειτουργία του παρασυμπαθητικού εμποδίζεται, τότε διεγείρεται το συμπαθητικό. Δηλαδή, τα φαινόμενα του άγχους συμβαδίζουν με τις λειτουργίες του συμπαθητικού συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν αναπτυχθεί ενορμήσεις διαστολής, οι οποίες εναντιώνονται στην επιδιωκόμενη συστολή. Αν, λοιπόν, το συμπαθητικό σύστημα είναι λειτουργικά αντίθετο του παρασυμπαθητικού συστήματος τότε, λογικά, το άγχος πρέπει να είναι το αντίθετο της ηδονής. Επομένως, η ηδονή δεν μετατρέπεται σε άγχος αλλά, αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει παρουσία άγχους είναι ότι η βιολογική διέγερση λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη της ηδονής.

Το προηγούμενο αποτέλεσε πολύ σημαντικό βήμα προς τη δια­τύπωση του ορισμού της λειτουργίας της ζωής, και υποστηριζόταν από κλινικά, επαληθεύσιμα φαινόμενα. Το άγχος βιώνεται ως επί το πλείστον στην καρδιο-διαφραγματική περιο­χή και, αν το άτομο δεν είναι σοβαρά διαταραγμένο, η ηδονή βιώ­νεται ως επί το πλείστον στα γεννητικά όργανα. Υπό αυτήν την έννοια, η καρδιά και τα γεννητικά όργανα είναι οι δύο αντίθετες περιοχές στις οποίες επικεντρώνεται η ενιαία βιολογική διέγερση. Το καρδιακό άγχος εξαφανίζεται μόλις εμφανιστεί διέγερση στα γεννητικά όργανα. Αν η βιολογική διέγερση επικεντρωθεί κυρίως στο γεννητικό σύστημα, τότε βιώνεται η γενετήσια ενόρμηση και η αντίστοιχη ηδονική αίσθηση. Αν η βιολογική διέγερση επικεντρωθεί κυρίως στην καρδιο-διαφραγματική περιοχή, τότε το άτομο αισθάνεται άγχος και είναι ανίκανο να νιώσει ηδονή.

Με αυτές τις διατυπώσεις, ο οργονομικός λειτουργισμός είχε ανακαλύψει —αρχικά μη συνειδητά— τη «βασική αντίθεση του ζωντανού»: την αντίθεση ηδονής και άγχους, παρασυμπαθητικού και συμπαθητικού, διαστολής και συστολής του ζωικού συστήματος, περιφέρειας και κέντρου του οργανισμού. Η λεπτομερής κλινική και πειραματική διερεύνηση του πεδίου λειτουργίας της βιολογικής ενέργειας ολοκληρώθηκε σε δώδεκα χρόνια (από το 1925 έως το 1937), και μας οδήγησε αυθόρμητα στα βιόντα και στην οργονική έρευνα.

Έχω ήδη τονίσει ότι ο οργονομικός λειτουργισμός δεν είναι απλώς ένα διαφορετικό ή ένα νέο είδος φυσικής φιλοσοφίας, αλλά ένα διαφορετικό, νέο είδος εργαλείου φυσικής έρευνας. Ένα ιδιαίτερα ακατέργαστο εργαλείο στην αρχή, λόγου χάρη ένα λίθινο τσεκούρι, έκανε εφικτή την ανακάλυψη του σιδήρου, και η ανακάλυψη του σιδήρου έκανε εφικτή τη βελτίωση του λίθινου εργαλείου σε σιδερένιο κ.ο.κ. Κατά τον ίδιο τρόπο εξελίσσεται και η μέθοδος ή το εργαλείο της φυσικής έρευνας, κάτι που συχνά είναι πολύ πιο σημαντικό από τις ίδιες τις ανακαλύψεις στις οποίες οδήγησε.

Με τη θεωρητική διατύπωση της αντίθεσης ηδονής-άγχους, που έχει υπόβαθρο τη βιολογική διέγερση και διαφοροποιείται ανάλογα σε ποια κατεύθυνση οδεύει αυτή η μία και μόνη διέγερση, ο ενεργεια­κός λειτουργισμός είχε οδηγηθεί σε έναν περισσότερο ελεγχόμενο, εύχρηστο ισχυρισμό. Ανεξάρτητα με τα προς μελέτη φυσικά φαινόμενα, ήταν πλέον εφικτό να εφαρμοστούν επανειλημμένως οι μεθοδολογικές αρχές που θα αναφερθούν παρακάτω, για να επιβεβαιωθεί κατά πόσον και σε ποιο βαθμό ήταν σωστές, δηλαδή κατά πόσον ισχύουν για ορισμένα μόνο τμήματα της φύσης ή αν είχαν γενική ισχύ. Με άλλα λόγια, κατά πόσον ισχύουν σε όλη τη φύση οι λειτουργικοί νόμοι, που αποκαλύφθηκαν από τη λειτουργικότητα των έμβιων συστημάτων και των συγκινήσεών τους.

Πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι κατά την προσέγγιση της φυσικής έρευνας μέσω των ψυχικών συγκινήσεων, το πεδίο των συγκινήσεων παρέμεινε συνεχώς εντός του χώρου που μπορούσε να ερευνηθεί αντικειμενικά. Επιπλέον, τα αποτελέσματα που τελικά επετεύχθησαν και χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη μιας γενικευμένης άποψης περί φύσεως, απέκλιναν πολύ από τον μηχανικισμό και από τον μυστικισμό, χωρίς να καταλήγουν στον πνευματισμό.

Οι πρώτοι νόμοι της λειτουργικής σκέψης

Αντίθετα με τη φυσική φιλοσοφία ή με τη θεωρία των ηλεκτρονίων, ο οργονομικός λειτουργισμός δεν επιχειρεί να καταλήξει κατευθείαν σε μια συνολική άποψη περί φύσεως βασιζόμενος σε κάποια μεμονωμένα φαινόμενα. Για τον λόγο αυτόν δεν κατέληξε αμέσως σε γενικευμένα συμπεράσματα περί λειτουργικών νόμων που διέπουν συνολικά τη φύση, βασιζόμενος απλώς στις ειδικές ιδιότητες των έμβιων συστημάτων. Είναι έμφυτο χαρακτηριστικό του να εξετάζει επανειλημμένως, να εφαρμόζει και να επιβεβαιώνει τη γενική αρχή της μεθόδου του σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Σε κάθε επόμενο βήμα εμπρός, με βάση τη γενική αρχή της λειτουργικής σκέψης, τα εργαλεία της τροποποιούνται διαρκώς για να ταιριάξουν με τις ειδικές ιδιό­τητες των νέων λειτουργιών, με τον ίδιο τρόπο που η γενική αρχή ανέγερσης μιας σκαλωσιάς τροποποιείται πάντα για κάθε νέο κτίριο. Δηλαδή, μαζί με τον γενικώς ισχύοντα νόμο, που είναι απλός και διατυπώνεται με λίγες μόλις προτάσεις, ο οργονομικός λειτουργισμός διαθέτει μια ευρεία γκάμα συγκεκριμένων εργαλείων και σχημάτων. Θα διαπιστώσουμε αργότερα, διερευνώντας τον τομέα της οργονομετρίας, ότι η ταυτόχρονη συνύπαρξη της βασικής μορφής σκέψης και των μεταβλητών της, αντανακλάται και στους νόμους της φύσης ως συνύπαρξη βεβαιότητας και αβεβαιότητας, πεπερασμένου και απείρου.

Θα ήθελα να παραθέσω εν συντομία τις θεμελιώδεις αρχές της συλλογιστικής τεχνικής, που εφαρμόζονται με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια από το 1925 περίπου:

  1. Κάθε φορά που ανακαλύπτεται κάποιο νέο στοιχείο είναι υποχρεωτικό να αναρωτηθούμε: Πού βρίσκεται το άλλο στοιχείο, το λειτουργικά αντίθετο με αυτό που ανακαλύφθηκε; (Με αυτόν τον τρόπο, ανακαλύφθηκε το άγχος ως αντίθετο της ηδονής.)
  2. Μετά την ανακάλυψη των δύο αντιθετικώς λειτουργούντων στοιχείων η επόμενη λογική ερώτηση ήταν: Αν αυτά τα δύο στοιχεία λειτουργούν σε αντίθετες κατευθύνσεις, δηλαδή αλληλοακυρώνονται, όπως η ηδονή και το άγχος, ή αλλληλοκαθορίζονται, όπως η ενόρμηση και η ηδονή, ή το παρασυμπαθητικό σύστημα και η σεξουαλικότητα, τότε ως προς ποια τρίτη λειτουργία είναι ταυτόσημα; Ή, αν το διατυπώσουμε διαφορετικά: Ως προς ποιες ιδιότητες είναι λειτουργικά ταυτόσημα;
  3. Μόλις ανακαλυφθεί η τριάδα των δύο αντιθετικών λειτουργιών και της κοινής αρχής λειτουργίας τους και αφού συνδυαστούν μεταξύ τους, τίθεται η επόμενη λογική ερώτηση: Η νεοανακαλυφθείσα κοινή αρχή λειτουργίας, για παράδειγμα η λειτουργική ταυτότητα ηδονής και άγχους κατά τη βιολογική διέγερση του οργανισμού, είναι τελική, αδιαίρετη κατάσταση, ή μήπως η ίδια η κοινή αρχή λειτουργίας είναι σκέλος ή αποτέλεσμα κάποιας άλλης διαίρεσης ή διαχωρισμού; Με άλλα λόγια, περιέχει εντός του δικού της χώρου λειτουργίας άλλη αντιθετική λειτουργία και αν ναι, ποια είναι η φύση αυτής της αντιθετικής λειτουργίας;

Ας υποθέσουμε ότι ανακαλύψαμε την κοινή αρχή λειτουργίας του α1 και του α2 που είναι η Α, τη Β ως αντίθετη της Α, και το Χ ως κοινή αρχή λειτουργίας σύμφωνα με την οποία τα Α και Β είναι λειτουργικά αντίθετα.

Μπορούμε να απεικονίσουμε αυτήν τη μέθοδο σκέψης υπό μορφή διαγράμματος ως εξής:

Απεικόνιση σκέψης οργονομικού λειτουργισμού

Τα α1 και α2 είναι λειτουργικά αντίθετα και ταυτοχρόνως λειτουργικά ταυτόσημα ως προς το Α, που είναι η κοινή αρχή λειτουργίας τους. Τα Α και Β είναι αντιθετικές λειτουργίες, λειτουργικά ταυτόσημες ως προς την κοινή αρχή λειτουργίας τους Χ, κ.ο.κ.

Ας αντικαταστήσουμε τώρα τα γράμματα του παραπάνω διαγράμματος με πραγματικές λειτουργίες:

Βιολογική διέγερση

Αν η διατύπωση της κοινής αρχής λειτουργίας δύο αντιθετικών λειτουργιών είναι ορθή, αν δηλαδή αντιστοιχεί σε αντικειμενικές διερ­γασίες, τότε κατ’ ανάγκη θα οδηγήσει σε νέες ανακαλύψεις ή θεωρητικές απλοποιήσεις. Αν η έρευνα δεν εξελίσσεται, αν δηλαδή δεν υπάρχει κάποια νέα σύνδεση ή συσχετισμός με άλλες κοινές αρχές λειτουργίας, τότε η διατύπωση δεν είναι σωστή. Οι αντιθετικές λειτουργίες και οι κοινές αρχές τους δεν μπορούν να συσχετίζονται αυθαίρετα. Πρέπει να προσδιορίζονται πραγματικές (αντικειμενικές) αντιθέσεις, με υπόβαθρο μια πραγματική (αντικειμενική) κοινή αρχή. Για παράδειγμα, η αίσθηση ηδονής είναι αντιθετική ως προς τη συγκίνηση του άγχους και ως προς τη συγκίνηση της οργής. Αλλά στην περίπτωση της αντίθεσης μεταξύ ηδονής και άγχους, η κοινή αρχή λειτουργίας είναι διαφορετική από εκείνη της περίπτωσης μεταξύ ηδονής και οργής. Στην πρώτη, η κοινή αρχή λειτουργίας είναι η γενική βιολογική διέγερση. Η δυνατότητα αυτής της διέγερσης να λειτουργήσει ή να κινηθεί προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, είτε δηλαδή προς την περιφέρεια του οργανισμού είτε προς το κέντρο του, καθορίζει την αντίθεση της ηδονής και του άγχους. Αυτό φαίνεται σαφώς και από τα οργανικά (φυσιολογικά) φαινόμενα της διαστολής κατά την ηδονή, και της συστολής κατά το άγχος.

Από την άλλη μεριά, η γενική βιολογική διέγερση κατά την αντίθεση ηδονής και οργής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση κοινή αρχή λειτουργίας τους, δεδομένου ότι η διαστολή και η συστολή του ζωντανού οργανισμού θεωρούνται πρωταρχικές λειτουργίες της, ενώ τόσο η ηδονή όσο και η οργή εμφανίζονται αποκλειστικά κατά τη διαστολή του ζωντανού οργανισμού. Η συστολή αποκλείεται. Ενώ, λοιπόν, η πρωτοπλασματική διαστολή, η οποία μαζί με τη συστολή συνιστούν αντιθετικό ζεύγος με κοινή αρχή λειτουργίας τη διέγερση σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργικότητας, στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται η ίδια κοινή αρχή λειτουργίας δύο άλλων αντίθετων, δηλαδή της ηδονής και της οργής, και σε επιφανειακότερο επίπεδο. Εδώ η διαστολή δεν είναι τόσο ευρεία όσο κατά τη γενική διέγερση. Επομένως, ως κοινή αρχή λειτουργίας, είναι επιφανειακότερη και επομένως μικρότερης τάξης.

Από τα παραπάνω αναδεικνύεται μια σημαντική αρχή που διευκολύνει την κατάταξη των λειτουργιών. Είναι η απόστασή τους από τη γενική αρχή της φύσης. Όσο κοντύτερα βρίσκονται, τόσο περισσότερα εμπεριέχουν, και όσο απομακρύνονται τόσο περισσότερο μειώνεται το εύρος και το περιεχόμενό τους. Έτσι διαπιστώνεται το «βάθος» μιας λειτουργίας, το οποίο δεν έχει να κάνει με τον διαχωρισμό της, επειδή όλες οι λειτουργίες διαιρούνται, αλλά με το εύρος του πεδίου λειτουργίας της, δηλαδή με τον αριθμό των κοινών αρχών λειτουργίας που εμπεριέχει.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η κοινή αρχή λειτουργίας ηδονής και οργής είναι η διαστολή του έμβιου συστήματος. Η αντίθεση ηδονής και οργής έγκειται στο γεγονός ότι κατά την ηδονή η βιολογική διέγερση επηρεάζει την επιφάνεια του σώματος, ενώ κατά την οργή κινητοποιείται το βαθύτερο μυϊκό σύστημα και η διέγερση δεν φτάνει ποτέ ως την επιδερμίδα. Όλα αυτά αποδεικνύονται και με τον παλμογράφο.[6] Εφόσον, λοιπόν, η επιφάνεια του σώματος λειτουργεί ως επί το πλείστον ως αισθητηριακό σύστημα ενώ, αντιθέτως, το μυϊκό σύστημα λειτουργεί ως κινητικό και ως σύστημα καταστροφής, η οργανική (φυσιολογική) αυτή διαφορά τους εξηγεί, κατ’ επέκταση, και τη διαφορά μεταξύ των στόχων της ηδονής και της οργής. Στόχος της πρώτης είναι η απτική αίσθηση της ηδονής στην επιφάνεια του οργανισμού, ενώ ο στόχος της δεύτερης είναι η κίνηση και η καταστροφή.

Με τον λειτουργισμό, επομένως, αποδίδονται ενστικτικοί στόχοι σε ενστικτικές λειτουργίες και όχι, αντιστρόφως, ενστικτικές λειτουργίες σε ενστικτικούς στόχους, όπως συμβαίνει με τη μεταφυσική. Η κινητικότητα του μυϊκού συστήματος προϋπάρχει του στόχου καταστροφής και η λειτουργία της ηδονής προϋπάρχει του στόχου της ηδονής.

Κατά τον λειτουργισμό, επίσης, η κινητική δραστηριότητα δεν θεωρείται αιτιατό ή «επακόλουθο» της μυϊκής δράσης, όπως θεωρεί ο μηχανιστικός υλισμός, αλλά η μυϊκή κίνηση και η καταστροφική κινητική δραστηριότητα θεωρούνται ως λειτουργικά ταυτόσημα, ως πράξεις μίσους. Το ένα είναι αδια­νόητο χωρίς το άλλο. Δηλαδή, ο λειτουργισμός αντικαθιστά τα «αίτια» με «κοινές αρχές λειτουργίας», βαθύτερης και πολύ ευρύτερης τάξης. Είναι μια μέθοδος συλλογιστικής, η ορθότητα της οποίας θα αποδειχθεί αργότερα από τις έρευνες στον χώρο της οργονομετρίας.

[1]     στμ: Απώθηση: ο αμυντικός μηχανισμός κατά τον οποίο σκέψεις, επιθυμίες ή συναισθήματα που θεωρούνται επώδυνα, δυσάρεστα ή μη αποδεκτά από τη συνείδηση απωθούνται στο ασυνείδητο. (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτης, 4η έκδοση, 2012.)

[2]     Στο μεταξύ, η αρχική προσπάθεια —στις αρχές του εικοστού αιώνα— να επινοηθεί μια επιστημονική διατύπωση της ψυχολογίας, έχει πλέον χαθεί τελείως στις κοινότοπες θεωρίες περί ανθρώπινης φύσεως που κυκλοφορούν.

[3]     σταε: «Περί ενέργειας των ενορμήσεων». Περιλαμβάνεται στον τόμο Early Writings (Πρώιμα κείμενα), Farrar, Straus & Giroux, 1975.

[4]     στμ: Το βιβλίο του Ένγκελς με τίτλο Αντι-Ντίρινγκ κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2006.

[5]     στμ: Βλ. και Β. Ράιχ, Τα βιόντα. Η πειραματική διερεύνηση της προέλευσης της ζωής, εκδ. Ρέω, 2018.

[6]     σταε: Βλ. Β. Ράιχ, Η βιοηλεκτρική θεωρία της σεξουαλικότητας και του άγχους, εκδ. Αποσπερίτης.